Η Θεία Λενιώ η Μανώλαινα (η Γιαγιά μου)
1η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1944!
Το χωριό μας κάηκε!
Και μαζί τα σπίτια, οι καλύβες, τα ζωντανά και όλα τα υπάρχοντα στην Πάνω και Κάτω Κερασιά. Ερήμωσαν τα πάντα, η ζωή έσβησε και ο μόνος δρόμος για συνέχεια ήταν η προσφυγιά. Μόνες γυναίκες ξεκίνησαν για τα κοντινά χωριά, με τα μικρά παιδιά στα χέρια και έναν μπόγο με λιγοστά υπάρχοντα και πολλή δύναμη.
Στη συνέχεια δειλά -δειλά κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη του Βόλου.
Γυναίκες σκληραγωγημένες από τη δουλειά και τον πόνο, βουνίσιες με τη δροσιά του αέρα στα κόκκινα μάγουλα και με τόλμη για την ανεύρεση λιγοστού ψωμιού για τα παιδιά τους. Έτσι όπως όλες οι Κερασιώτισσες, η γιαγιά Λενιώ έφτασε στον Άγιο Ονούφριο με τα δυο της παιδιά απ’ το χέρι και τον μπόγο στη μασχάλη.
Για θλίψη και κλάματα δεν υπάρχει περιθώριο πρέπει να ζήσουν αυτά τα παιδιά. Ο παππούς Μανώλης εξορία, ο μεγάλος γιος, ο Σπύρος έφυγε με το αντάρτικο. Σκληρή γυναίκα, μεγάλωσε ορφανή και τα μικρότερα αδέλφια της, της έχει περισσέψει στη ζωή της η στεναχώρια και το κλάμα. Τώρα πρέπει να έχει δύναμη.
Τούτο το αγόρι με το λαβωμένο χεράκι ως θύμα του άμαχου πληθυσμού και το κορίτσι που δεν κατάφερε ούτε μια αράδα γράμματα να μάθει, όπως έλεγε με καημό ο παππούς, καθ’ ότι ο ίδιος ήταν απόφοιτος του Ελληνικού Σχολείου. Δεν μπορεί ούτε καν να σκεφτεί τί είναι καλύτερο να κάνει.
Έμειναν στις σπηλιές ένα ολάκερο καλοκαίρι, σαν διακονιάρηδες όπως έλεγαν, χωρίς το βιός τους και τα αγαθά τους… Πού είναι τα τυριά, τα βούτυρα, το γάλα που στήριξε τα παιδιά τους όλο τον δύσκολο καιρό; Χάθηκαν μαζί με την ελπίδα.
Ευτυχώς, εκεί στις σπηλιές ήρθε η οικογένεια της κυρά Βιργινίας με την κόρη της την Ευγενία, που πάντα η οικογένειά μας θα μνημονεύει. Τους πήραν μαζί τους στο σπίτι τους, τους στήριξαν μαζεύοντας ένα-ένα τα κομμάτια της γιαγιάς Λενιώς με καλοσύνη και συμπόνια. Εκεί προσπαθώντας να ξεχάσουν, εντάχθηκαν στην καθημερινότητα της πόλης.
Τα "τσιτάκια" έγιναν όμορφα ρουχαλάκια από την κυρά Ευγενία και τα μικρά χωριατόπαιδα ξεκίνησαν να φέρνουν τα πρώτα πενιχρά μεροκάματα. Το καλύτερο φαγητό; Μανεστρούλα με μπόλικο νεράτζι αντί λεμονιού για να νοστιμίσει το αλάδωτο φαί.
Τα κατάφερε η γιαγιά Λενιώ, όπως και όλες οι γυναίκες με τα παιδιά τους να σταθούν στα πόδια τους.
Όμως ποτέ δεν ξέχασαν τη φρίκη του πολέμου, τα παιδιά τους που σκόρπισαν, τους άντρες τους που εγκλωβίστηκαν στην εξορία, τα νοικοκυριά τους που χάθηκαν. Δεν μπόρεσαν να χαμογελάσουν ξανά, τις χαρούμενες μέρες πάντα ένα δάκρυ σκόρπιζε το χαμόγελο μακριά. Ακόμη και οι προσπάθειες να φτιάξουν ένα γλυκό για τα στόματα που είχαν κοντά τους ήταν αποτυχημένες, λες κι η θλίψη κι ο οδυρμός δεν τα’ άφηνε να γίνουν… χαμένοι οι λουκουμάδες, σκορπούσαν τα ζυμάρια παντού καίγοντας τα μάγουλα της γιαγιάς Λενιώς, όπως κάηκε, καταστράφηκε η οικογένειά της!
Στο μυαλό της τριγύριζε ότι ήταν αμαρτία, αφού έλειπαν. Το μεγάλο παιδί χαμένο πια, άγνωστο αν είναι ζωντανό καμμιά είδηση και ο άντρας της εξορία. Πού όρεξη για γλυκά; Το μαντήλι τυλίγονταν πιο σφιχτά στο κεφάλι μπας και σταματήσει το βουητό και η συνεχιζόμενη ζάλη της πονεμένης μάνας .
Η γιαγιά, ο παππούς και οι περισσότεροι κάτοικοι επέστρεψαν στο χωριό μας και το στήσανε απ’ την αρχή με μεγάλο κόπο και αγάπη.
Η γιαγιά Λενιώ παρέμεινε δυναμική και θλιμμένη κι ο παππούς το ίδιο. Πέθαναν την ίδια χρονιά που επέστρεψε ο χαμένος μεγάλος τους γιος απ’ την Τασκένδη χωρίς δυστυχώς να προλάβουν να τον δούνε.
Ας τιμήσουμε σήμερα νοερά όλες αυτές τις πικραμένες μάνες που έζησαν στο χωριό μας, που κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τις οικογένειες τους και το χωριό μας μαζί. Που κατάφεραν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με "πασπαλό-πιτες" και ονειρεμένα κατσαμάκια, που έμειναν αξέχαστες οι γεύσεις τους στη μνήμη τους, που κατάφεραν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με αξίες, που μας ακολουθούν ως γνήσιοι απόγονοι μέχρι σήμερα.
Αιωνία η μνήμη σε όλες και όλους τους άγνωστους ήρωες του μικρού χωριού μας!