Ο κ. Παναγιώτης
-"Καλησπέρα κ. Παναγιώτη τι κάνετε;", τον ρώτησα στην εξώπορτα της πολυκατοικίας.
Αυτός με κοίταξε με ενθουσιασμό αλλά και απορία μέσα από τη μάσκα του. Ετσι, κατέβασα τη δική μου και του συστήθηκα "Ο Φοίβος είμαι!".
-Αμέσως χαμογέλασε κατά ένα περίεργο τρόπο με τα μάτια του, γκρίζο μαλλλι μα βλέμμα παιδιού, αποκρινόμενος με δυνατή φωνη: "έχω καιρό να σω δω, τι κάνει ο Βόλος, είναι εκεί ή τον πήρανε;"
-"Εκεί που ήταν έμεινε!", του απάντησα και προσπαθώντας να πιάσω κουβέντα του είπα αν βγήκε να πάρει αέρα.
Το κρύο τσουχτερό αλλά δεν φορούσε μπουφάν. Σε αντίθεση με την πρώτη γνωριμία μας, όταν… έσκαγε ο τζίτζικας. Παρόλα αυτά, τον θυμάμαι να κάθεται με τη μάσκα στο σκαλάκι έξω από το κτίριο. Συζητήσαμε τότε για την καταγωγή του, για ποδόσφαιρο, για την οικογενειακή μας κατάσταση. Για ό,τι μπορεί να καθένας να πιάσει κουβέντα, ψάχνοντας να βρει κοινό έδαφος με έναν άνθρωπο που στιγμές πριν δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Για αυτό ίσως και ο ίδιος ρωτούσε κατά καιρούς για εμένα.
Καθώς έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση πως κρύωνε τρίβοντας με τα χέρια τη ζακέτα του, στο απέναντι πεζοδρόμιο είχε ανέβει ένα γκρι αμάξι, το μισό πάνω, το μισό κάτω, για να χωράει στο στενό δρόμο. Ο κ. Παναγιώτης περίμενε μάλλον τις σακούλες που είχανε μέσα οι άνθρωποι της Δομής για αυτόν και κατευθύνθηκε προς τα εκεί.
Εβαλα αμέσως το κλειδί στην πόρτα και τον άφησα ανενόχλητο να παραλάβει ό,τι δικαιούταν.
Αλλωστε και τα σκαλάκια το απόγευμα, αύριο ή ακόμα και το επόμενο καλοκαιρί, εκεί θα είναι.