Χριστουγεννιάτικη Ιστορία
Το Λουλούδι των Χριστουγέννων
Ήταν μια εντυπωσιακή poinsettia, ένα ανθισμένο αλεξανδρινό με λαμπερά κατακόκκινα άνθη. Της την είχε κάνει δώρο ο άντρας της τα Χριστούγεννα κι εκείνη την έβαλε κοντά στο παράθυρο με τα φωτάκια.
Πέρασαν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Το νέο έτος άρχιζε σιγά σιγά να λέει τις πρώτες του κουβεντούλες και να εκδηλώνει διαθέσεις και ορέξεις. Δεν ήταν καλές. Δίσεκτο και γρουσούζικο το νέο έτος και ας ήταν το νούμερό του στρογγυλό, στρογγυλό, σαν παχουλούτσικο βρέφος.
Το αλεξανδρινό, εν τω μεταξύ, άρχισε να χάνει τα λαμπερά του φύλλα και να μαζεύει σε μέγεθος, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην καινούργια του θέση κοντά στο χειμωνιάτικο φως στο παράθυρο.
Το Φεβρουάριο άρχισαν τα πρώτα σημάδια μιας παγκόσμιας υγειονομικής αναταραχής. Το καρναβάλι στη Βενετία ακυρώθηκε, όπως και η τελετή απονομής των Όσκαρ στις ΗΠΑ. Η γλάστρα στο παράθυρο μάθαινε τα νέα από την ανοιχτή τηλεόραση.
Το Μάρτιο, όμως, ξαφνικά, όλη η οικογένεια μαζεύτηκε στο σπίτι. Οι γονείς και τα παιδιά βρέθηκαν με τα λάπτοπ και τα τάμπλετ παραμάσχαλα.
Καινούργιες λέξεις στην καθημερινή αλφαβήτα: Καραντίνα, λοκντάουν, τηλεκπαίδευση, τηλεργασία. Μάσκες, μικρές, μεγάλες, μπλε, μαύρες, χειρουργικές, υφασμάτινες.
Η μεγάλη γυναίκα του σπιτιού πήρε κι άλλες γλάστρες για να ομορφύνει το χώρο: τρεις ορχιδέες, ένα ανθούριο, μια δράκαινα.
Τα κορίτσια του σπιτιού χόρευαν συχνά δίπλα στα μεγάλα ριγωτά φύλλα της δράκαινας. Το αλεξανδρινό το προσπερνούσαν χωρίς να του δίνουν σημασία. Είχε χάσει πια όλα τα κόκκινα λουλούδια. Καμιά φορά κοιτούσε με κάποιο παράπονο τις φουντωμένες ορχιδέες που έκλεβαν την παράσταση με τα παράξενα άνθη τους. Μετά το ξεχνούσε, καθώς χάζευε από το παράθυρο τα σκιουράκια που ανεβοκατέβαιναν στο απέναντι δέντρο.
Έφτασε ο Απρίλιος με εναλλαγές πότε πυκνής παρουσίας των μελών του σπιτιού και πότε αραιής. Το αλεξανδρινό παρατηρούσε τα παιδιά που δυσανασχετούσαν τόσες ώρες καθισμένα μπροστά στην οθόνη της τηλεκπαίδευσης. Τοποθετημένο καθώς ήταν στην τζαμαρία της τραπεζαρίας, τα έβλεπε απέναντι που έχαναν την υπομονή και τη συγκέντρωσή τους. Μια κυρία μιλούσε συνέχεια μέσα από μια οθόνη. Η μεγάλη γυναίκα του σπιτιού προσπαθούσε να τα επαναφέρει στην τάξη, χωρίς συνήθως επιτυχία. Την έβλεπε που ανεβοκατέβαινε τις σκάλες καθώς έλεγχε και τα άλλα παιδιά του σπιτιού. Πολλές βιντεοκλήσεις, πολλές ομιλίες, πολλές ειδήσεις από την Ελλάδα και όλον τον κόσμο. Το αλεξανδρινό κουραζόταν μόνο που την έβλεπε να τρέχει πάνω κάτω. Όπως και τον άντρα της που μπαινόβγαινε στο σπίτι φορτωμένος με ρολά υγείας, μακαρόνια, κρέατα, αντισηπτικά.
Κι έτσι πέρασαν οι μήνες και οι εποχές. Ξαναήρθαν τα Χριστούγεννα, το αλεξανδρινό είχε μεγαλώσει αρκετά αλλά δεν μπόρεσε να ανθίσει δεύτερη φορά.
Η μεγάλη γυναίκα του σπιτιού το χάιδεψε, βλέποντάς το: "Δεν πειράζει βρε, του χρόνου να είμαστε καλά!"
Πέρασαν πάλι οι μήνες και οι εποχές. Η οικογένεια στο μεταξύ είχε μπει σε ένα ρυθμό: τα σαββατοκύριακα το σπίτι έσφυζε από ζωή, τις καθημερινές το αλεξανδρινό μαζί με τα άλλα φυτά απολάμβαναν μια ηρεμία.
Ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε μια γάτα στο σπίτι, με πλούσιο γκρι ραβδωτό τρίχωμα και όμορφα πράσινα μάτια.
Αφού περιεργάστηκε όλα τα αντικείμενα του σπιτιού, η γάτα στάθηκε δίπλα στο αλεξανδρινό και νιαούρισε:
“Μιαρρρ, πόσο καιρό είσαι εσύ εδώ;”
“Κλείνω τα δυο χρόνια σε λίγο”.
“Πώς σου φαίνεται, μιαρρρ;;”
“Καλά είναι, έχει λίγο φασαρία τα σαββατοκύριακα, αλλά κατά τα άλλα, μια χαρά. Μας φροντίζουν. Εσύ από πού μας ήρθες;”
“Ζούσα μαζί με ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, μέχρι τα 7 μου χρόνια, μιαρρρ. Ώσπου μια μέρα με άφησαν σε ένα μεγάλο κτίριο με πολλές άλλες συναδέλφισσεςμέσα. Νιαουρίζαμε, στριμωχνόμασταν, βαριόμασταν. Μια μέρα με έβαλαν σε ένα κλουβί και τελικά, αφού άλλαξα κάποια σπίτια, ήρθα εδώ. Με γατοθέτησαν.”
“Σοβαρά, ε; Άρα εγώ είμαι λουλουδοθετημένο;”
“Ασφαλώς, δεν σε πήραν κι εσένα σηκωτό από κάποιο μαγαζί με πολλά άλλα λουλούδια μέσα;”
“Ναι, ναι!”
“Αρα, λουλουδοθετήθηκες.”
“Καλή φάση!”
“Πες το ψέματα. Σε πήραν για να σε φροντίζουν. Το κάνουν καλά;”
“Αλίμονο, δεν έχω παράπονο. Μόνο που δεν άνθισα πέρσι, μού έπεσε βαριά η πανδημία”.
“Τί είν’τούτο πάλι, μιαρρρ;”
“Καλά δεν έχεις ακούσει τίποτα,τόσον καιρό; Πανδημία. Κλείσιμο στο σπίτι, λάπτοπ, τάμπλετ, ομιλίες, πολλές βιντεοκλήσεις;”
“Μπα, χαμπάρι δεν πήρα!”
“Τώρα να σου πω την αλήθεια, δεν έχασες κάτι. Χαρά στην υπομονή των ανθρώπων. Φέτος λέω να ανθίσω. Όχι επειδή συνήθισα την πανδημία, αλλά γιατί θέλω να δείξω την αγάπη και την ικανοποίησή μου σε αυτούς που με φροντίζουν. Νομίζω ότι θα χαρούν πολύ, ειδικά η μεγάλη γυναίκα του σπιτιού που φωνάζει με ενθουσιασμό κάθε φορά που βλέπει μια από τις διπλανές μου να ανθίζει”.
“Αλήθεια είναι αυτό” σχολίασε η ροδόλευκη ορχιδέα παραδίπλα με κάπως μπλαζέ ύφος.
“Μιαρρ, ώστε έτσι”, νιαούρισε η γάτα, “θα έχει πλάκα να το δω αυτό.”
Στα τέλη Νοεμβρίου αρρώστησε το ένα από τα παιδιά της οικογένειας. Στην αρχή είχε λίγο πυρετό και βήχα, στη συνέχεια ο πυρετός επιδεινώθηκε και η οικογένεια φοβήθηκε μήπως έχει κορωνοϊό. Το παιδί έκανε το τεστ, ευτυχώς βγήκε αρνητικό. Ο παιδίατρος απεφάνθη πως ήταν απλώς ένα άσχημο κρύωμα από τα πρώτα χιόνια που είχαν πέσει στην περιοχή και συνέστησε ξεκούραση και πολλά ζεστά. Η μητέρα έβαζε το παιδί να καθίσει δίπλα στο παράθυρο τα απογεύματα, κοντά στο φως και τα φυτά, μήπως νιώσει λίγο καλύτερα. Εκεί τού έφερνε ζεστό τσάι και μπισκότα, βιβλία με παραμύθια και το αγαπημένο του παιχνίδι.
Το παιδί πήγαινε καλύτερα. Η γάτα έκανε όλη μέρα συντροφιά στο παιδί, καθώς της άρεσε πολύ να κουλουριάζεται στα γόνατά του που ήταν μονίμως σκεπασμένα με μια μοσχομυρωδάτη χνουδωτή κουβέρτα.
“Μιαρρ”, γουργούριζε με ευχαρίστηση, “είναι πολύ ωραία εδώ μαζί σου”. Το παιδί, βέβαια, άκουγε μόνο το γουργούρισμα αλλά διαισθανόταν τί ήθελε να του πει και τη χάιδευε ακόμη περισσότερο.
Εν τω μεταξύ, το αλεξανδρινό τα έβλεπε όλα αυτά, μα δεν έλεγε να ανθίσει.
Η ορχιδέα δίπλα του μια μέρα δεν άντεξε και είπε:
“Άντε τεμπελάκο, είναι η εποχή σου τώρα, κανένα ανθάκι θα βγάλεις φέτος;”
“Είμαι συναισθηματικό πλάσμα και όταν αγχώνομαι δεν μπορώ να λειτουργήσω”, σχολίασε εκείνο.
“Γιατί αγχώνεσαι;”
“Να, το παιδί δίπλα μας, δεν έχει συνέλθει ακόμη”.
“No stress, φιλαράκι, ριλάάάξ!”
“Εύκολο να το λες, δύσκολο να το πετύχεις”, απάντησε το αλεξανδρινό προβληματισμένο.
Τη μυστική συζήτηση των φυτών διέκοψε το γέλιο του παιδιού.
“Μαμά, με γαργαλάς με το θερμόμετρο!”
“36 και 4, αγόρι μου, μια χαρά πηγαίνεις. Αν μείνεις και σήμερα απύρετος, αύριο θα επιστρέψεις στο σχολείο” .
Το παιδί κοίταξε έξω από το παράθυρο με λαμπερό βλέμμα.
“Επιτέλους θα βγω έξω” , ψιθύρισε.
Και όπως ήταν εκεί δίπλα, χάιδεψε τα φύλλα του αλεξανδρινού που αναρίγησαν με έκπληξη.
Το βράδυ ένα μικροσκοπικό ξωτικό με μυτερά αυτιά εμφανίστηκε δίπλα στα φυτά. Φορούσε πράσινο σκουφάκι με μια λαμπερή πράσινη φορεσιά με κόκκινα κουμπιά και άσπρο γιακαδάκι.
“Γεια σας, είμαι ένα ξωτικό των φυτών. Πέρσι δεν ήρθαμε γιατί μας είχαν σε λοκντάουν. Φέτος, όμως, περνάμε από όλα τα σπίτια που έχουν φυτά μέσα στο σπίτι και πραγματοποιούμε τις επιθυμίες σας για τα Χριστούγεννα. Ποια είναι η δική σας;”
Το κάθε φυτό ψιθύρισε στο αυτί του ξωτικού τη δική του επιθυμία.
Το επόμενο πρωί, το παιδί κατέβηκε τις σκάλες τρέχοντας μαζί με τα αδέρφια του. Η μητέρα του πρώτη φορά το έβλεπε να κουβαλά το σακίδιό του με τόση όρεξη και ενθουσιασμό.
Το παιδί κοντοστάθηκε στην τζαμαρία της τραπεζαρίας και αναφώνησε:
“Μαμά, κοίτα!”
“Τί συνέβη;” ήρθε τρέχοντας ανήσυχη η μαμά του.
Το αλεξανδρινό είχε ανθίσει! Είχε πετάξει ζωηρά, κόκκινα λουλούδια μέσα σε μια νύχτα!
“Ααααα” θαύμασαν μαμά και παιδιά.
“Μιαρρρ” νιαούρισε ευχαριστημένη η γάτα.
“Μπράβο ρε, μπρο”, σχολίασε η ορχιδέα με λιγότερο μπλαζέ ύφος απ’ό,τι συνήθως.
Το αλεξανδρινό χαμογέλασε.
Αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι σίγουρα πιο όμορφα από τα προηγούμενα.
Καλές γιορτές με υγεία σε όλον τον κόσμο!