Κορωνοϊός: Εποχές πολέμου θυμίζουν τα νοσοκομεία – Μαρτυρίες γιατρών
Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Πέρυσι, ίδιο καιρό, κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, το «Αχιλλοπούλειο» Νοσοκομείο Βόλου είχε ξεπεράσει τους 100 νοσηλευομένους. Ο διευθυντής των κλινικών COVID-19, παθολόγος Χαράλαμπος Μάνδρος, είχε νοσήσει και ο ίδιος. Αλλά κατά την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων –προτού βγει το αποτέλεσμα του μοριακού ελέγχου– δεν ήταν σίγουρος εάν ήταν άρρωστος ή υπέρμετρα εξουθενωμένος από τον πρωτοφανή φόρτο. Φέτος, οι ασθενείς έχουν αγγίξει ξανά τους περυσινούς αριθμούς. «Εδώ είναι και το ταβάνι. Τα νοσοκομεία έχουν φτιαχτεί για ειρήνη, όχι για πόλεμο», λέει.
Νεότεροι οι ασθενείς
Αυτό που έχει αλλάξει είναι το ηλικιακό προφίλ των ασθενών. Οι περισσότεροι είναι νέοι και μεσήλικες. Οι ανεμβολίαστοι υπερβαίνουν σε ποσοστό το 90%. «Οι ακτινογραφίες που βλέπουμε έχουν δραματική εικόνα», παρατηρεί στην «Κ» ο κ. Μάνδρος. «Αυτό έχει διττή εξήγηση. Αφενός την έντονη ανοσολογική αντίδραση που βλέπουμε στις νεότερες ηλικίες και αφετέρου επειδή οι νέοι έχουν περισσότερες εφεδρείες θα φτάσουν να ζητήσουν βοήθεια πολύ αργά, όταν σχεδόν θα χρειάζονται διασωλήνωση. Μετά αρχίζουν νέα δράματα. Ανθρωπος ο οποίος πριν από δέκα ημέρες μπορεί να είχε σκάψει όλο το χωράφι, ξαφνικά βρίσκεται ετοιμοθάνατος και έχει στο τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση από τον θάλαμο τα παιδάκια του, να προσπαθούν να του δώσουν θάρρος».
Η εικόνα που παρουσιάζει ο κ. Μάνδρος δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη σε άλλα νοσοκομεία της Κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας. Το ήδη υποστελεχωμένο υγειονομικό προσωπικό, εξαντλημένο από τα προηγούμενα πανδημικά κύματα που είχε αντιμετωπίσει, καλείται ξανά να ζήσει μια σισύφεια δοκιμασία. «Κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει ή εάν υπάρχει κάποιο φως στην άκρη», λέει ο παθολόγος από τον Βόλο.
Ενημέρωση σε χωριά
Στη γειτονική Λάρισα ο καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Κώστας Γουργουλιάνης, ετοιμάζεται τις επόμενες ημέρες να επισκεφθεί με φοιτητές του χωριά της περιοχής, στα οποία φαίνεται να υπάρχει μεγάλος αριθμός ανεμβολίαστων κατοίκων. Η σκέψη είναι να τους προσεγγίσουν στις πλατείες, ίσως και μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, για να τους ενημερώσουν σχετικά με το εμβόλιο, ελπίζοντας ότι ίσως καταφέρουν να μεταπείσουν κάποιους. Οπως εξηγεί ο ίδιος στην «Κ», φαίνεται από τους ασθενείς που φτάνουν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ότι ο ιός εισβάλλει σε οικογένειες ανεμβολίαστων, οι οποίες κατάγονται από τα ίδια χωριά.
Στο Κιλκίς, η αναισθησιολόγος Μαρία Γεωργίου βγήκε πρόσφατα σε αναρρωτική άδεια εξαιτίας ενός ατυχήματος, αλλά όπως λέει στην «Κ» μέχρι πρότινος η ίδια και άλλοι συνάδελφοί της αναγκάζονταν να κάνουν από οκτώ έως και δέκα εφημερίες για να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες. «Είναι δύσκολα τα περιστατικά, βαριά και το μεγάλο πρόβλημα παραμένει η υποστελέχωση», λέει. «Οσοι μένουν πίσω υπερβάλλουν εαυτόν». Οι τρεις στους πέντε στο τμήμα της είχαν νοσήσει σε προηγούμενο κύμα, προτού γίνουν διαθέσιμα τα εμβόλια.
Στον Βόλο, όπου βρέθηκε πρόσφατα και η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, ο κ. Μάνδρος αναφέρει ότι οι παθολογικές κλινικές του νοσοκομείου προβλεπόταν να λειτουργούν με δεκατέσσερις γιατρούς και τελικά καλύπτουν τις ανάγκες τους με δέκα. Εξ αυτών, δύο γιατροί έχουν πάρει άδειες κυήσεως και ανατροφής και άλλοι δύο βγαίνουν σύντομα σε σύνταξη. «Το νοσοκομείο είχε ήδη μπει τραυματισμένο μέσα στην πανδημία», λέει και επισημαίνει πόσο ψυχοφθόρα είναι αυτή η συνθήκη και για τους ειδικευόμενους γιατρούς. Για την ώρα γίνεται προσπάθεια να βρεθούν άμεσα άλλες λύσεις. Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Μαγνησίας, Ευθύμης Τσάμης, έχει απευθύνει κάλεσμα σε συναδέλφους του στον ιδιωτικό τομέα, παθολόγους και πνευμονολόγους, για να συνδράμουν το νοσοκομείο. Παράλληλα αναμένεται να γίνουν και μετακινήσεις γιατρών από Κέντρα Υγείας για να βοηθήσουν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών και στις κλινικές COVID-19.
Πίεση στη Θεσσαλονίκη
Πιεστική είναι η κατάσταση και στη Θεσσαλονίκη. Ο Ιωάννης Κιουμής, καθηγητής Πνευμονολογίας και Λοιμωξιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διευθυντής στην Κλινική Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του νοσοκομείου «Παπανικολάου», επισημαίνει ότι υπάρχει υπερπληρότητα στις ΜΕΘ της πόλης. Ωστόσο το ζήτημα –όπως τονίζει στην «Κ»– δεν είναι ο αριθμός των διαθέσιμων κλινών, αλλά η επαρκής στελέχωσή τους με το κατάλληλο προσωπικό. «Εχει δαπανηθεί χρόνος για συζητήσεις σχετικά με τις κλίνες, ενώ το θέμα είναι να υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό», λέει.
Την ίδια παρατήρηση κάνει και ο Γαβριήλ Ταχτατζόγλου, αναπληρωτής προϊστάμενος νοσηλευτών στη ΜΕΘ του νοσοκομείου «Παπαγεωργίου». «Μια κλίνη εντατικής θεραπείας δεν είναι ένας αναπνευστήρας και ένα μόνιτορ. Πρέπει να παρέχεται η νοσηλευτική φροντίδα που απαιτείται για να έχεις πραγματικά μια κλίνη ΜΕΘ. Είμαστε σε συνθήκες πολέμου, αλλά όταν έρχεται η ύφεση έπειτα από κάποιο κύμα πρέπει να υπάρξει προετοιμασία για το επόμενο», λέει. «Αυτή τη στιγμή με τη γενικότερη εικόνα της πανδημίας φοβάμαι μη ζήσουμε εικόνες που παρατηρούμε σε άλλες χώρες. Βλέπεις ότι δεν υπάρχει ταβάνι».
πηγή: kathimerini.gr