ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ καιρός

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Περιγραφή, τύποι και χαρακτηριστικά της επιληψίας και της επιληπτικής κρίσης

Γράφει η Διδάκτωρ του Τμήματος Ιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Άννα Γιάτσιου
Περιγραφή, τύποι και χαρακτηριστικά της επιληψίας και της επιληπτικής κρίσης

Η επιληψία είναι η πιο συχνή παιδική νευρολογική διαταραχή και έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με γνωστικές συμπεριφορές και συναισθηματικές δυσκολίες, επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από επιληψία .Τα παιδιά με επιληψία διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να διαγνωστούν με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας [(ΔΕΠΥ) Attention-Deficit Hyperactivity Disorder - ADHD)], αυτισμό, άγχος και κατάθλιψη. Ωστόσο, ο κίνδυνος απορρέει και από το γεγονός ότι η επιληψία μπορεί να μην διαγνωστεί έγκαιρα και να μην ταξινομηθεί σωστά, εξαιτίας της φαινοτυπικής πολυπλοκότητας της, κάτι που οδηγεί σε αυξημένο άγχος από την μεριά των γονέων, λανθασμένη θεραπευτική αγωγή και δημιουργεί προβληματισμό στο προσωπικό του σχολείου. Μάλιστα, μία συνήθης διαταραχή με την οποία συγχέεται συχνά η επιληψία είναι η μη επιληπτική επιθετική διαταραχή.

Η επιληψία είναι μια συχνή πάθηση της παιδικής ηλικίας. Η νόσος αυτή χαρακτηρίζεται από χρόνιες κρίσεις, ως αποτέλεσμα της συγχρονισμένης και υπερβολικής εκπόλωσης των εγκεφαλικών νευρώνων. Η έναρξη των επιληπτικών κρίσεων σε ποσοστό άνω του 50% των περιπτώσεων εμφανίζεται σε παιδική ηλικία, με συχνότητα που κυμαίνεται από 0,7% έως 1% . Ο όρος επιληψία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «επιλαμβάνειν», η οποία σημαίνει απότομη προσβολή ή κατάληψη και αφορά μία από τις πιο αρχαίες καταγραφές ασθενειών σε ιατρικά συγγράμματα . Σύμφωνα με την International League Against Epilepsy (ILAE) και την International Bureau for Epilepsy (IBE), "η επιληψία είναι μια διαταραχή του εγκεφάλου η οποία χαρακτηρίζεται από την προδιάθεση για την εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων και με νευροβιολογικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες από αυτή την κατάσταση. Ο ορισμός της επιληψίας απαιτεί να έχει συμβεί τουλάχιστον ένα επεισόδιο επιληπτικής κρίσης" . Η επιληψία είναι µια νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αυθόρμητη, υψηλής συχνότητας, συγχρονισμένη δραστηριότητα ομάδων νευρώνων του κεντρικού νευρικού συστήματος (Κ.Ν.Σ) και μπορεί να είναι ιδιοπαθής ή δευτερογενής, οφειλόμενη σε εγκεφαλικές κακώσεις, µεταβολικά αίτια, λοιμώξεις, φάρμακα και όγκους του Κ.Ν.Σ. Με βάση τα παραπάνω, κατανοούμε ότι η επιληψία είναι ένα σύνολο διαταραχών που χαρακτηρίζονται από μία μη φυσιολογική αυξημένη προδιάθεση για 23 κρίσεις .

Επιπολασμός και φαρμακευτική αντιμετώπιση της επιληψίας

Η επιληψία είναι η δεύτερη σε συχνότητα νευρολογική διαταραχή μετά τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, με την Ελλάδα να παρουσιάζει περίπου 3.000- 5.000 νέα περιστατικά κάθε χρόνο. Επίσης, αποτελεί την πρώτη σοβαρότερη νευρολογική διαταραχή και τη δεύτερη συχνότερη μετά την ημικρανία, επηρεάζοντας πάνω από 60 εκατομμύρια ανά τον κόσμο και περίπου 120.000 μόνο στην Ελλάδα. Η επιληψία επηρεάζει περίπου το 1%-2% του παγκόσμιου πληθυσμού, με μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης στους άντρες από ότι στις γυναίκες και πιο συχνά σε ηλικία άνω των 30 ετών.  Σε ανεπτυγμένες κοινωνίες η επιληψία επηρεάζει περίπου 50 άτομα ανά 100.000 κάθε χρόνο, με το ποσό αυτό να ανέρχεται περίπου στο διπλάσιο, δηλαδή 100 άτομα ανά 100.000, στις αναπτυσσόμενες κοινωνίες.  Αναφορικά με τον επιπολασμό της επιληψίας στην Ευρώπη, στα παιδιά και στους εφήβους οι περιπτώσεις είναι 4,5-5,0 ανά 1.000 κατοίκους, δηλαδή περίπου 900.000 άτομα, σε ασθενείς ηλικίας 20-64 ετών είναι 6 περιπτώσεις ανά 1.000 κατοίκους, δηλαδή περίπου 1.900.000 άτομα, ενώ σε ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών είναι 7 περιπτώσεις ανά 1.000 κατοίκους, δηλαδή περίπου 600.000 άτομα. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, για τα παιδιά και τους εφήβους απαντώνται περίπου 130.000 νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο, για τους ασθενείς ηλικίας 20-64 ετών περίπου 96.000 περιπτώσεις, ενώ για ασθενείς ηλικίας άνω των 65 ετών περίπου 85.000 περιπτώσεις. Οι περισσότερες περιπτώσεις επιληψίας συμβαίνουν στην αρχική παιδική ηλικία ή εφηβεία και έχουν διάφορα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που εξαρτώνται από το γενετικό ιστορικό, την αιτιολογία, και την σοβαρότητα της ασθένειας. Μερικές μορφές επιληψίας εμφανίζονται στην γέννηση ή πρώιμα στην παιδική ηλικία και συνδέονται αυστηρά με διανοητική αναπηρία καθώς έχουν την τάση να επιμένουν και μετά την ενηλικίωση. Σε άλλες περιπτώσεις, οι κρίσεις είναι πιθανό να μετριάζονται κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας, αν και νοητικές ελλείψεις και ανωμαλίες στην συμπεριφορά δείχνουν να επιμένουν. Ακόμα και επιληψίες που ξεκινούν κατά την περίοδο της εφηβείας μπορεί να επιμείνουν αργότερα ύστερα από την ενηλικίωση απαιτώντας μακροπρόθεσμη φροντίδα και ψυχολογική υποστήριξη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητη η διαχείριση της κατάστασης με ενημέρωση και θα πρέπει να εξασφαλίζεται η συνέχιση της βοήθειας κατά την μετάβαση από την παιδική στην ενήλικη ηλικία. Επιδημιολογικές μελέτες για επιληψίες με παρατεταμένη παρακολούθηση στην παιδική ηλικία δείχνουν να συμβάλλουν στο να τεθεί το βάρος της νόσου σε μια σωστή προοπτική, μελετώντας αντιπροσωπευτικά δείγματα της επιληψίας του πληθυσμού και εντοπίζοντας τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προβλέψουν τις μακροπρόθεσμες ιατρικές και ψυχοκοινωνικές συνέπειες .

Αναφορικά με την φαρμακευτική αντιμετώπιση της επιληψίας, τα κυριότερα αντιεπιληπτικά φάρμακα θεωρούνται οι βενζοδιαζεπίνες, τα βαρβιτουρικά, η φαινυτοΐνη, το βαλπροϊκό νάτριο και η καρβαµαζεπίνη . Η υπνηλία, η καταστολή, ο λήθαργος είναι οι πιο συχνές κοινές ανεπιθύμητες ενέργειες της αντιεπιληπτικής αγωγής, ειδικά κατά την αρχική ρύθμιση της δοσολογίας. Επιπλέον, ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν: αύξηση της αμμωνίας στο αίμα που μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλοπάθεια, αιμορραγική διάθεση και εμφάνιση αιμοπεταλιακών διαταραχών, χαμηλή οστική πυκνότητα, εμφάνιση ραχίτιδας. Για αυτό το λόγο, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί νέα αντιεπιληπτικά φάρμακα με στόχο την μείωση των ανεπιθύμητων ενεργειών και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της επιληψίας. Τα φάρμακα αυτά κατηγοριοποιούνται ως σταθεροποιητές της µεµβράνης και των νευροδιαβιβαστών του Κ.Ν.Σ.: α) η λαµοτριγίνη αναστέλλει τις δράσεις του γλουταµικού και μεταβάλλει την ηλεκτρική δραστηριότητα των µεµβρανικών διαύλων ιόντων νατρίου, β) η τοπιραµάτη, η γκαµπαπεντίνη, η τιαγκαµπίνη και βιγκαµπατρίνη δρουν ενισχύοντας τις δράσεις του γ-αµινοβουτυρικό οξέος . Παρόλα αυτά και πάλι παρουσιάζονται ανεπιθύμητες ενέργειες. Πιο συγκεκριμένα, η λαµοτριγίνη µπορεί να προκαλέσει ερύθημα, ενώ η τοπιραμάτη έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί ασυµπτωµατική μεταβολική οξέωση µε χάσμα ανιόντων, λόγω αναστολής της καρβολικής ανυδράσης, η γκαµπαπεντίνη συνδέεται με ναυτία, κινητικές διαταραχές, αύξηση του σωματικού βάρους, η τιαγκαµπίνη σχετίζεται µε την εμφάνιση νευρικότητας και απώλεια βάρους, ενώ η βιγκαµπατρίνη συνδέεται με την εμφάνιση κατάθλιψης.