Για ένα Μουσείο Πόλης του Βελεστίνου
Με χαρά πληροφορηθήκαμε τη δημιουργία Μουσείου Πόλης του Βελεστίνου από τον Δήμαρχο κ. Νασίκα. Είναι πραγματικά μεγάλη η σημασία ενός τέτοιου μουσείου για έναν σημαντικό τόπο σαν το Βελεστίνο με τεράστια ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά και σπουδαία κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη μέσα στον 20ο αιώνα.
Θα ήθελα εδώ να καταθέσω τις σκέψεις και τις προτάσεις μου για ένα μουσείο πόλης του Βελεστίνου, λαμβάνοντας υπ’ όψη δύο πράγματα: (α) την ιστορία του τόπου και (β) τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει και το ρόλο που οφείλει να εκπληροί ένα μουσείο πόλης.
Αν θα ήθελε κάποιος να αφηγηθεί την ιστορία του Βελεστίνου θα ξεκινούσε από την ιστορία των αρχαίων Φερών και θα κατέληγε στα σύγχρονα χρόνια. Στο βαθμό που το Βελεστίνο δεν διαθέτει αρχαιολογικό μουσείο, η ιστορία των αρχαίων Φερών θα μπορούσε να αποτελεί την αφετηρία αυτής της αφήγησης, παρά το γεγονός ότι τα μουσεία πόλης δεν αναφέρονται συνήθως στην αρχαιότητα.
Μια σημαντική ιστορική περίοδος, στη συνέχεια, είναι τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Και αυτό για δύο λόγους: αφ’ ενός υπάρχει ενδιαφέρον υλικό, κείμενα περιηγητών, γκραβούρες και έγγραφα τα οποία μπορούν να υποστηρίξουν ιστορικά, με εκθεσιακό υλικό τη συγκεκριμένη αυτή περίοδο, αφ’ ετέρου είναι η μεγαλειώδης μορφή του Ρήγα. Δεν πρέπει κανείς να την παρακάμψει με το επιχείρημα ότι υπάρχουν ήδη χώροι στο Βελεστίνο που επικεντρώνονται στον Ρήγα και στο έργο του. Αν και γνωρίζουμε ότι στο Βελεστίνο πρόκειται να ιδρυθεί το Κέντρο Τεκμηρίωσης "Ρήγας Βελεστινλής", για λόγους όμως ιστορικής συνέχειας, ένα μουσείο πόλης οφείλει να προβάλει ξανά, έστω συνοπτικά, το έργο και την επαναστατική σκέψη του Ρήγα καθώς και την εποχή του.
Η τρίτη ιστορική περίοδος, η οποία αποτελεί και την κατ’ εξοχή χρονική περίοδο ενός μουσείου πόλης είναι η εποχή από την προσάρτηση του Βελεστίνου (1881), δηλαδή η ιστορία του Βελεστίνου από τα τέλη του 19ου έως και σήμερα. Και αυτό, γιατί αυτό που χαρακτηρίζει ένα μουσείο πόλης είναι η μελέτη του αστικού φαινομένου διαχρονικά. Εδώ πρέπει να επισημάνουμε τη διαφορά ενός λαογραφικού μουσείου από το μουσείο πόλης. Ένα μουσείο που εκθέτει παραδοσιακές φορεσιές και άλλα σχετικά αντικείμενα είναι ένα μουσείο που βλέπει με νοσταλγική ματιά ένα μυθοποιημένο αγροτικό παρελθόν, ενώ το ζητούμενο είναι να παρουσιαστεί η μετεξέλιξη του Βελεστίνου από αγροτικό χωριό σε τοπικό αστικό κέντρο ─ χωρίς όμως να χάνει και τον αγροτικό του χαρακτήρα ─ με τις πολλαπλές διασυνδέσεις τόσο με την αγροτική ενδοχώρα όσο και με τις κοντινές πόλεις. Η ανάπτυξη παραγωγικών δομών (όπως οι μύλοι), λόγω των νερών, και του εμπορίου, λόγω του σιδηροδρόμου, καθιστούν το Βελεστίνο ένα σημαντικό οικονομικό κέντρο για όλη τη Θεσσαλία στις αρχές του 20ου αιώνα και στα χρόνια του μεσοπολέμου. Την ιστορική αυτή περίοδο, η ενδυμασία, λόγου χάρη, είναι αστική για τους περισσότερους κατοίκους και μόνο ορισμένοι Βλάχοι διατηρούν τις παραδοσιακές φορεσιές. Αργότερα την δεκαετία του ’50 και ιδιαίτερα μετά τους σεισμούς, το Βελεστίνο μετασχηματίζεται σε μια σύγχρονη κωμόπολη όπου παρατηρεί κανείς σπουδαίες αλλαγές, στον εμπορικό και επαγγελματικό χώρο, στην κατοικία, στην κοινωνική ζωή και στην καθημερινότητα.
Ένα μουσείο πόλης του Βελεστίνου λοιπόν για να αφηγηθεί την ιστορία του χρειάζεται να σχεδιάσει καλά τις θεματικές ενότητες έτσι ώστε να συμπεριλάβει όλους αυτούς τους μετασχηματισμούς που έχουν αξία για τον τόπο και τους κατοίκους του. Λόγου χάρη, σημαντικά γεγονότα της ιστορίας της πόλης, είναι τα κρίσιμα γεγονότα (έλευση προσφύγων, πόλεμοι, σεισμοί), η οικονομική ζωή του τόπου, οι τόποι του νερού και η διαχείρισή του, η πολιτική και η κοινωνική-πολιτισμική ζωή, η διασκέδαση και η ψυχαγωγία, η σχολική ζωή και η παιδική ηλικία, ο αθλητισμός κ.τ.λ.. Επειδή ο προβλεπόμενος χώρος του μουσείου πόλης που προτείνεται είναι σχετικά μικρός, πέρα από μια μόνιμη συλλογή, το υλικό των παραπάνω ενοτήτων θα μπορεί να εναλλάσσεται περιοδικά με τη μορφή αφιερωμάτων. Αυτό θα δώσει περισσότερο χρόνο για καλύτερο σχεδιασμό και για τη συγκέντρωση του ανάλογου υλικού.
Με ποιο τρόπο όμως ένα σύγχρονο μουσείο πόλης αφηγείται την ιστορία του;
Στην απάντηση αυτής της ερώτησης θα φανεί και ο ρόλος του μουσείου πόλης. Αυτό που κάνει σημαντικό ένα μουσείο πόλης είναι η αξία που αποδίδεται στη "ζώσα μνήμη". Δηλαδή στις ίδιες τις αφηγήσεις των κατοίκων του. Οι συλλογές και τα εκθέματα (φωτογραφικό υλικό και αντικείμενα) "μπολιάζονται" με ηχογραφημένες και βιντεοσκοπημένες αφηγήσεις των ανθρώπων, με ήχους και μουσικές, με άλλο οπτικό υλικό, ζωντανεύουν και επιστρέφουν ξανά στους κατοίκους. Το μουσείο από στατικό και "μουσειακό" μετατρέπεται σε πολυτροπικό, πολυφωνικό και διαδραστικό, σε ζωντανό χώρο μνήμης όπου οι κάτοικοί του και οι επισκέπτες μπορούν να επικοινωνήσουν δημιουργικά με το παρελθόν και να σχεδιάσουν το μέλλον τους.
Η πολυφωνικότητα του μουσείου έγκειται στην πολυσυλλεκτικότητα διαφορετικών αφηγήσεων, οι οποίες όλες μαζί δημιουργούν το παζλ της νεότερης ιστορίας της πόλης. Λόγου χάρη, μια κρίσιμη χρονική περίοδος στο Βελεστίνο ήταν η έλευση των Μικρασιατών προσφύγων. Οι Μικρασιάτες "κουβαλούσαν", πέρα από τον πόνο της προσφυγιάς, τη δική τους κουλτούρα την οποία κατόπιν τη μοιράστηκαν τόσο με τους μόνιμους κατοίκους, κυρίως καλλιεργητές της γης, όσο και με τους Βλάχους κατοίκους του Βελεστίνου, οι οποίοι έφεραν επίσης το δικό τους πολιτισμό. Ένα μουσείο πόλης λοιπόν οφείλει να συμπεριλάβει, μαζί με τις συλλογές εκθεμάτων, τις αφηγήσεις των διαφορετικών αυτών φωνών, ιστοριών και πολιτισμών, αλλά και τις ιστορίες άλλων λιγότερο κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, που ενδεχομένως υπήρχαν. Αφηγητές αυτών των ιστοριών είναι οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης που τις βίωσαν ή τις πληροφορήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές. Έτσι ζωντανεύει η ατομική και η συλλογική μνήμη της κοινότητας και αυτή είναι που "φτιάχνει" το μουσείο της πόλης. Να τονίσουμε εδώ, ότι η ατομική όπως και η συλλογική μνήμη έχουν ηλικία, φύλο και κοινωνικό υπόβαθρο. Δεν συνδέονται όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο με τα σημαντικά γεγονότα, αλλά ο καθένας έχει τη δική του οπτική. Ας πάρουμε ως ενδεικτικό παράδειγμα το νερό και τη διαχείρισή του, μια σημαντική παράμετρος στην κοινωνικο-οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη του τόπου αλλά και στην καθημερινότητα των κατοίκων. Όλοι και όλες συνδεόμασταν με τον ίδιο τρόπο με τα νερά στο Βελεστίνο, με το Κεφαλόβρυσο, τον Ταμπάχανα, τα αυλάκια, τους μύλους και τις ντριστέλες; Κάθε άλλο… Για την παιδική ηλικία ήταν τόποι παιχνιδιού, για τη νεανική ηλικία τόποι ραντεβού και ψυχαγωγίας, για τις γυναίκες σήμαινε, μεταξύ άλλων, το πλύσιμο των ρούχων, για άλλους τη μεταφορά νερού, για τους ιδιοκτήτες των μύλων και των ντριστελών είχε οικονομικό χαρακτήρα, για τους εργαζόμενους στους μύλους ήταν το μεροκάματο, για τους καλλιεργητές των μπαξέδων ο μόχθος ή η χαρά του ποτίσματος και πολλά άλλα ακόμα. Φαντάζεται κανείς λοιπόν πόσο πλούσιο μπορεί να γίνει το υλικό του μουσείου εμπλουτισμένου με τις διαφορετικές αυτές αφηγήσεις!
Όμως, οι καταγραφές των αφηγήσεων των κατοίκων δεν γίνονται τυχαία και αποσπασματικά. Πραγματοποιούνται με τρόπο συστηματικό, με τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία που μας προσφέρει η Προφορική Ιστορία1. Πρόκειται για μια ιστορία "από τα κάτω" που αφορά τις βιωμένες εμπειρίες των κατοίκων μιας πόλης και εστιάζει στη ζωντανή ατομική και συλλογική μνήμη. Οι καταγραφές γίνονται μέσα από συστηματικές συνεντεύξεις ιστοριών ζωής και βασικός στόχος είναι να ακουστούν εκείνες οι φωνές που δεν ακούγονται από τον κυρίαρχο ιστορικό λόγο. Το εγχείρημα αυτό μπορεί να υλοποιηθεί στην πράξη από μια Ομάδα Προφορικής Ιστορίας, η οποία θα αποτελείται όχι απαραίτητα από ιστορικούς, αλλά από εθελοντές κατοίκους, ερασιτέχνες ερευνητές της ιστορίας, που τους χαρακτηρίζει η αγάπη για τον τόπο τους. Τα μέλη της ομάδας επιμορφώνονται πρώτα πάνω σε ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας της Προφορικής Ιστορίας. Στη συνέχεια, σχεδιάζουν τις θεματικές του μουσείου, οργανώνουν τους οδηγούς συνέντευξης και αναζητούν τους πληροφορητές-αφηγητές για την καταγραφή και τη συγκέντρωση του υλικού. Κατόπιν, τα μέλη της ομάδας αναλύουν το υλικό και σε συνεργασία με την ομάδα τεχνικής υποστήριξης επιλέγουν τα αποσπάσματα εκείνα που θα ζωντανέψουν το φωτογραφικό υλικό και τα σχετικά εκθέματα του μουσείου. Ο ρόλος της ομάδας τεχνικής υποστήριξης είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Το οπτικοακουστικό υλικό που παράγεται είναι διαδραστικό, ανοιχτό σε αναγνώσεις και ερμηνείες, επιστρέφει δηλαδή στους κατοίκους-επισκέπτες και μπορεί να μετασχηματίζεται μέσα από τις δικές τους νέες αφηγήσεις Αυτός οφείλει να είναι και ο ρόλος ενός μουσείου της πόλης: να ενθαρρύνει δηλαδή τους επισκέπτες, μέσα από εκπαιδευτικά και δια βίου μάθησης βιωματικά προγράμματα, να εμπλέκονται ενεργά στην αναπαραγωγή του παρελθόντος και να επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο μουσείο, στους πολίτες της πόλης και στους επισκέπτες.
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι η πρόταση του Δήμου Ρήγα Φεραίου για ένα μουσείο πόλης ακούγεται εξαιρετική, αλλά χρειάζεται πολύ καλός σχεδιασμός, συνεργασίες με ειδικούς και καλός συντονισμός για να αποκτήσει το Βελεστίνο το μουσείο εκείνο που να ανταποκρίνεται στην ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά του.
1. Βαν Μπούσχοτεν, Ρίκη (2015), "Η πόλη θυμάται: το νέο Μουσείο Πόλης του Βόλου και η συμβολή της προφορικής μαρτυρίας στη συγκρότησή του", στο Ειρήνη Νάκου & Ανδρομάχη Γκαζή (επιμ.), Προφορική ιστορία, μουσεία και εκπαίδευση. Αθήνα: Νήσος, 93-102. Μουσεία πόλεων τον 21ο αιώνα- Σχεδιάζοντας το Μουσείο της Πόλης του Βόλου, περιοδικό εν Βόλω, αφιέρωμα, τεύχος 22, 2006.