Επαγγελματική Εκπαίδευση στην "εντατική" από δύο άρθρα του εκπαιδευτικού Πολυνομοσχεδίου
Τις τελευταίες μέρες αποδεικνύεται επίκαιρη η ρήση "κάθε θαύμα κρατάει τρεις μέρες". Οι ελπίδες αρκετών ότι η πανδημία του κορωνοϊού και η οικονομική κρίση που προκαλεί θα μας έκαναν σοφότερους, διαψεύστηκαν. Έτσι, σ’ αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο και ενώ η εκπαιδευτική κοινότητα έχει εγκλωβιστεί εξαιτίας της καραντίνας, το υπουργείο Παιδείας προγραμματίζει πολυνομοσχέδιο για την αναβάθμιση του Σχολείου με άρθρα που προκαλούν.
Εστιάζοντας σε ζητήματα Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ) (άρθρα 51-52), διαπιστώνουμε πρωτοφανή επίθεση εναντίον της.
Στα δύο άρθρα προβλέπεται ότι: "Μέγιστο όριο ηλικίας για την εγγραφή στα ημερήσια επαγγελματικά λύκεια είναι τα δεκαεπτά (17) έτη".
Εντύπωση προκαλεί η επιχειρούμενη εξήγηση, όπως αποτυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το νομοσχέδιο, σύμφωνα με την οποία η διαφορά ηλικίας μεταξύ των ανηλίκων και των ενήλικων μαθητών ευθύνεται για το φαινόμενο της σχολικής βίας.
Από προσωπική εμπειρία, με την ιδιότητα του διευθυντή σχολικών μονάδων και ταυτόχρονα του καθηγητή τάξης, μπορώ να διαβεβαιώσω τους αρμόδιους (ή μήπως δεν πρόκειται για τέτοιους;) για τη συγγραφή των άρθρων ότι η ύπαρξη ενηλίκων σε μια σχολική μονάδα ουδέποτε ευθυνόταν για bullying, αντίθετα αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα, αφού συνήθως οι ενήλικοι με την παρουσία τους αμβλύνουν τέτοια περιστατικά, λειτουργώντας διαμεσολαβητικά και ενισχύοντας τους/ις εφημερεύοντες/ουσες εκπαιδευτικούς στο έργο τους.
Οι ανήλικοι μαθητές αναγνωρίζουν ότι οι ενήλικοι συμμαθητές τους καταβάλλουν προσπάθεια, για να αποκτήσουν γνώσεις και δεξιότητες, νωρίτερα δεν μπόρεσαν για λόγους συχνά ανεξάρτητους από τη θέλησή τους.
Επιπλέον μια άποψη που διασπείρεται ιδιοτελώς διατείνεται ότι ενήλικοι εγγράφονται στα ΕΠΑ.Λ. με ενδεχόμενο σκοπό να εισχωρήσουν παραβατικά στο σχολικό περιβάλλον. Ακόμη και σε τέτοια περίπτωση, ο Σύλλογος Διδασκόντων της σχολικής μονάδας, που αποτελεί το διοικητικό συλλογικό όργανο για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν, λαμβάνει άμεσα τα αναγκαία μέτρα με παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια.
Αντίθετα το Υπουργείο εισηγείται εντελώς ατεκμηρίωτα τη λογική "πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι". (Κατ’ αναλογία, θα έπρεπε να απαγορευτεί η κυκλοφορία μοτοσυκλετών, δεδομένου ότι πολλοί ανήλικοι/ες ή και ενήλικες – οδηγούν χωρίς δίπλωμα οδήγησης).
Προβληματίζει επίσης η απροκάλυπτη δήλωση του Υπουργείου για "σταδιακή αποσυμφόρηση από σκοπιάς μαθητικού δυναμικού των ΕΠΑ.Λ.". Τα ΕΠΑ.Λ θεωρούνται υπερπλήρη μαθητών/ριών, αποφασίζεται η αποσυμφόρησή τους οπότε, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για οικονομική ανάπτυξη, μειώνεται ο αριθμός των μαθητών/ριών της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, που αποτελούν τα κύτταρα ενδυνάμωσης του τόπου.
Αν λοιπόν εφαρμοστούν τα δύο άρθρα, θα μειωθεί άμεσα ο μαθητικός πληθυσμός των ΕΠΑ.Λ., αφού θα αποκλείεται η πρόσβαση:
• των αποφοίτων ΓΕΛ και παλαιότερων τύπων Λυκείου, αφού δεν θα έχουν τη δυνατότητα εγγραφής στη Β΄ τάξη των ημερήσιων ΕΠΑ.Λ. για απόκτηση πτυχίου ειδικότητας,
• των αποφοίτων ΕΠΑ.Λ., που δεν θα μπορούν να εγγράφονται στη Β΄ Λυκείου για απόκτηση πτυχίου άλλου Τομέα από αυτόν που αποφοίτησαν,
• των αποφοίτων ΕΠΑ.Λ. για απόκτηση δεύτερου πτυχίου Ειδικότητας στον ίδιο Τομέα.
• των μαθητών ΕΠΑ.Λ. που για λόγους υγείας ή ανωτέρας διέκοψαν τη φοίτησή τους και επιθυμούν την απόκτηση απολυτηρίου και πτυχίου ειδικότητας.
• των απορριφθέντων μαθητών σε τάξεις του Γυμνασίου ή στην Α΄ Λυκείου ΕΠΑ.Λ. ή ΓΕ.Λ.
Μελετώντας τα στοιχεία που εξάγονται από το myschool, τη βάση δεδομένων του υπουργείου Παιδείας για τις εκπαιδευτικές δομές της χώρας, εάν εφαρμοστούν τα δύο άρθρα 51 και 52 του επίδοξου Πολυνομοσχεδίου, θα προκληθεί μείωση 20-30% του μαθητικού δυναμικού των ΕΠΑΛ, οπότε σύντομα θα μειωθεί ανάλογα και ο αριθμός των μελλοντικών εξειδικευμένων επαγγελματιών.
Επιπρόσθετα οι μαθητές/ριες των ΓΕΛ που δεν εισάγονται σε κάποια τριτοβάθμια σχολή ή δεν επιτυγχάνουν στη σχολή της επιλογής τους και επιθυμούν να αποκτήσουν μία επιπλέον ειδικότητα καθώς και τα επαγγελματικά δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, όπως επίσης και οι απόφοιτοι/ες των ΕΠΑ.Λ. που επιθυμούν να πάρουν μία δεύτερη ειδικότητα και να εμπλουτίσουν τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους, ώστε να απευθυνθούν στην αγορά εργασίας με περισσότερα εφόδια και επιλογές, δεν θα μπορούν να εγγραφούν σε ένα δημόσιο ΕΠΑΛ. Ως επιλογή θα έχουν μόνο τα ελάχιστα λειτουργούντα εσπερινά ΕΠΑ.Λ. (που δεν υπάρχουν σε όλες τις περιοχές και δεν διαθέτουν όλες τις ειδικότητες) ή τα ΙΕΚ, που στην πλειοψηφία τους είναι ιδιωτικά με υψηλά δίδακτρα.
Οποιαδήποτε ανάλογη ρύθμιση καθίσταται εξάλλου κατάφωρα αντισυνταγματική, αφού αντιτίθεται στο άρθρου 16 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα στη δωρεάν Δημόσια Εκπαίδευση, η οποία τελευταία σκόπιμα υποσκελίζεται προς όφελος ιδιωτικών φορέων που ορέγονται μερίδιο των εκπαιδευτικών δομών με επιχειρηματικά πάντα κριτήρια.
Θλιβερή αίσθηση προκαλεί τέλος το γεγονός πως η ψήφιση του νομοσχεδίου προγραμματίστηκε σε μία περίοδο που η κυβέρνηση διαφαίνεται – μετά και από το φιάσκο της επιμόρφωσης νέων επιστημόνων, που εξαγγέλθηκε με συμβολική κρατική οικονομική στήριξη και στη συνέχεια αποσύρθηκε – ότι ευνοεί συμφέροντα σχολαρχών και μοιράζει αφειδώς χρήματα σε αυτούς. Προφανώς η κυβέρνηση κατευθύνει πολλούς μαθητές/ριες στα ΙΕΚ και ευνοεί τους ιδιώτες.
Απαιτείται λοιπόν η άμεση απόσυρση των δύο επίμαχων άρθρων, για την προστασία της επαγγελματικής εκπαίδευσης, που συμβάλλει έμπρακτα στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας.