Γεώργιος Λιούρας: Ο Ασκητής του Βελεστίνου που τραγουδούσε με τα αστέρια
Απόψε ο νους μου έχει κλειστεί
Μες το κελί του το ρημάδι.
Τις μαύρες σκέψεις παίρνει υφάδι
Πλέκει του ασκητή. [1]
(Μελισσάνθη)
Γεώργιος Ευθυμίου Λιούρας. Γεννήθηκε το 1914 στα Αντιχάσια. Λεβέντης γέρος, ασκητικός, λιγνός, λιτοδίαιτος. Σαράντα πέντε χρόνια στο Βελεστίνο. Σαράντα πέντε χρόνια έπλυνε στο μαντάνι των αδελφών Παπαγιώτου, τις φλοκάτες και τις κουβέρτες όλης της περιοχής. Ταπεινός και βασανισμένος. Ολημερίς λιανοτραγουδάει. Τραγούδια λυπητερά, τραγούδια δημοτικά,τραγούδια της ξενητειάς, τραγούδια κλέφτικα. Παρέα με τις πάπιες, παρέα με τα κατσικάκια, παρέα με τα μαναράκια. Το καλύβι του, το γιατάκι του, γαληνεμένο, απέναντι δυτικά από τον Αη Μηνά. Στήνει παγίδες στα φίδια για να προστατεύει τα παπίσια αυγά. Κάθε τρείς και λίγο με καλεί να θαυμάσω τα φίδια που σκοτώνει. Κρέμονται σ΄ένα λοταδάκι κι΄αυτός καμαρώνει. Ποτίζει τα λουλούδια και τα δενδράκια στο προαύλιο του Αη Μηνά νύχτα μέρα. Είναι ο φύλακας του Ξωκκλησίου. Πυρωμένος ο ουρανός, καταμεσήμερο, ο γέρος αποσταμένος λιάζεται καθισμένος σε μια μεγάλη πέτρα κοντά στο μοναδικό μικρό καταρράκτη του Βελεστίνου, νότια του Αη Μηνά, για ώρες ολόκληρες με γυμνά θριαμβευτικά μπράτσα .
Στις φεγγαρόλουστες νύχτες στο Στέκι του ξενύχτη "Ο Πλάτανος" με τ΄αστέρια μπουκιές από φωτιά να κρέμωνται πάνω από τους ανθρώπους ο γέρος γλυκαίνει τα μελίγγια του, τραγουδώντας για να γαληνέψει η καρδιά του. Σπάνιο τάλαντο στη φωνή, στο μουσικό ήχο.
Τα τζιτζίκια με κολλημένη την κοιλιά στα δένδρα συναγωνίζονται τον παππού. Βαθιά ασάλευτη η ζωή του ασκητή. Περνά τη μέρα του μ΄ένα παπίσιο αυγό. Λιγοστό το γέλιο,ανομολόγητοι καημοί. Με την περίσια σοφία του δίνει στους νέους συμβουλές για να χαλινώσει τη φορά της καρδιάς. Καθένας πούρχεται στον "Πλάτανο" για να ξαποστάσει, ακούει τον γέρο ασκητή και μέσα του ξαναζωντανεύουν λιγοθυμισμένες θύμησες, ανεβαίνουν οι βουλιαγμένες χαρές και πίκρες, όλα τα χαμογέλια. Ώσπου να έλθει το Χινόπωρο (Φθινόπωρο), το αίμα του παππού κελαρύζει. Φύσηξε ο ζέφυρος. Τα σύννεφα ταξιδεύουν, η νύχτα κατεβαίνει από τον ουρανό στη στεριά. Κάτω από τα ουράνια που σιωπούσαν ακούσαμε το θρήνο το μυριόστομο, την αμνημόνευτη του κόσμου οδύνη, μες τη μαύρη σιωπή, μακρόσυρτη τη φωνή του γέροντα.
Ελα μανούλα να με ιδείς
και να με καμαρώσεις,
το πώς με πάνε μάνα μου η Αρβανιτιά
Και οι χωροφυλάκοι.
Πάνε μάνα μου να με κρεμάσουνε
στης Αίγινας τα πεύκα.
Εκεί κρεμάσαν μάνα τη Σωτήργενα
`Εβγα μανούλα μου να του πείς,
στο δρόμο να τους πιάσεις
και κάνε μάνα μου το σταυρό σου
και παρακάλεσε τους,
να μη με πάνε μάνα μου από χωριό
μηδέ από πολιτεία.
Έχω μάνα μου φίλους που χαίρωνται
Φίλους που με μισούνε.
Έχω μάνα μου και μια αγαπητικιά,
που μέρα νύχτα κλαί(γ)ει.
Δημοτικό Τραγούδι
[1] Τότε έρρεε αενάως το νερό του Κεφαλοβρύσου
*Ο Γεώργιος Λιούρας απεβίωσε κοντά στο 2000
Σταύρος Παν. Παπαγεωργίου - 1995