Τραγούδι: Στο γραφικό χωριό που λένε Βελεστίνο
Για τον παππού του, τον Απόστολο Γιασλακιώτη, (1925-1983), με το ένα ξύλινο πόδι ανάπηρο πολέμου, που είχε το περίπτερο στην Αγορά του Βελεστίνου (μετέπειτα Μπέλλα), μπροστά στου Τσονάκα, συνέθεσε το παρακάτω όλο συναίσθημα τραγούδι, μνημονεύοντας και το Βελεστίνο, ο μουσικός εγγονός του, Βασίλης Ρ. Γιασλακιώτης.
Τότε το 1948 κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ο στρατιώτης ναρκαλιευτής Απόστολος Γιασλακιώτης σε έκρηξη της νάρκης, σκοτώνοντας τον αξιωματικό του, που με τον πιστόλι τον διέταζε να προχωρήσει παρά την ένδειξη του μηχανήματός του, τραυματίζεται στο πόδι, και παρά τις φροντίδες τελικά λόγω γάγγραινας του το κόψανε και του φόρεσαν πόδι ξύλινο.
Όμως μέσα στην κακοτυχιά του γνώρισε στο νοσοκομείο την νοσοκόμα, την Χαρίκλεια, από την Ζαγορά και έφτιαξαν μετά την οικογένειά τους με τα δυο τους παιδιά, όπως εξιστορεί ο Δρ. Δημητρίος Καραμπερόπουλος.
Κώστας Μιχαήλ Μαρής: Στίχοι
Γιώργος Στρατάκης: Επιμέλεια
Μανώλης Παπαδάκης: Βίντεο
Βασιλική Πετροπούλου: Φωτογραφία promo video
Βασίλης Γιασλακιώτης: Σύνθεση, ενορχήστρωση, φωνή, λύρα, λαούτο, πιάνο, ηλ.κιθάρα/εφέ, μπάσο, τύμπανα, μίξη ήχου
Ο ίδιος ο Βασίλης Γιασλακιώτης σημειώνει: το κομμάτι ‘’Στα πράσινα φυλλώματα’’ αναφέρεται σε αληθινή ιστορία δικών μου ανθρώπων. Στην άλλη μισή πάνω μπάντα που ουσιαστικά δεν γνώρισα ποτέ και που ορίζει με ανάλογο μερίδιο, το δικό μου ολόκληρο, υπενθυμίζοντας μου τα λόγια του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη : ‘’Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας. Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου, και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.’’
"ΣΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΦΥΛΛΩΜΑΤΑ"
Στον κάμπο, ανάμεσα στα πράσινα φυλλώματα
γέμιζε χρώματα η βροχή, το χώμα, στη λεχώνα γη
π’ ανθοφορούσε, μοσχοβόλαγε απ’ τ’ αρώματα
στο γραφικό χωριό που λένε Βελεστίνο.
Μια νάρκη εντόπισε σχεδόν στα πέντε βήματα
τρυγώντας ο ναρκαλιευτής, τις στάλες της χρυσής βροχής
κι οπισθοχώρησε ν’ αποφευχθούν τα θύματα
μα ‘χε εντολή ένστολου, να μπει στο δρόμο εκείνο.
Εξαναγκάστηκε λοιπόν κι εμπρός προχώρησε
να εξολοθρεύσει την «πηγή», όπου απειλούσε αυτή τη γη
την εντολή τ’ αξιωματούχου, δεν αγνόησε
και κατευθύνθηκε στη νάρκη εμπρός με σθένος.
Έσκασε εκείνη ευθύς επάνω της, σαν έγειρε
τον ένστολο έριξε στη γη, που ‘χε θανάσιμη πληγή
χώματα, πέτρες, φύλλα και κλαδιά παρέσυρε
κι απόμεινε ο ναρκαλιευτής τραυματισμένος.
Τον πήρε η κλούβα, σε νοσοκομείο τράβηξε
για να προλάβουν οι γιατροί, να σταματήσουν την ουλή
έπαθε γάγγραινα, το χτύπημα δεν άντεξε
και πόδι ξύλινο του φόρεσαν στο σώμα.
Στης νοσηλείας του, τις μέρες επωμίστηκε
βαριά οδύνη ψυχική, μα αποκόμισε από ‘κει
γαλήνη, αγάπη, ζεστασιά κι επωφελήθηκε .....
γαλήνη, αγάπη, ζεστασιά.
Στον κάμπο, ανάμεσα στα πράσινα φυλλώματα
θεμέλιο έχτισε η ζωή, γι αυτόν τον ναρκαλιευτή
π’ ότι του χρώσταγε, το φύλαγε στα χώματα
μιας κι ο καιρός γεννιέται οσμόμενος τον κρίνο.
Κι έπλασε αγάπη από μιας νάρκης τα καμώματα
γέμισε ελπίδα η ψυχή, ο γάμος που τελέστη’ εκεί
στον κάμπο, ανάμεσα στα πράσινα φυλλώματα
στο γραφικό χωριό που λένε Βελεστίνο.