ΒΕΛΕΣΤΙΝΟ καιρός

ΣΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ

«Αέρας» του ΄40

Γράφει η φιλόλογος Αρετή Πρίντζου
«Αέρας» του ΄40

Γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου χωρίς να συνειδητοποιούμε όλοι μας και πλήρως τη σημασία της ημέρας, υποβιβάζοντάς την κάποτε σε μια τυπική εκδήλωση, σε μια παρέλαση, σ’ έναν πανηγυρικό. Το «ΟΧΙ», ο ελληνοϊταλικός πόλεμος ή το αλβανικό έπος, όπως και αν το ονομάσουμε, αποτελεί ιστορικό ορόσημο που υπερβαίνει –συμβαίνει αυτό κάποτε στην Ιστορία, αλλά όχι πάντα- τα στενά ελληνικά σύνορα.

Καθώς εμπλέκεται και αποτελεί συστατικό στοιχείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί να αποτιμηθεί στην ολότητά του, μόνο εξεταζόμενο ως τμήμα αυτής της παγκόσμιας σύρραξης. Και σ’ αυτό το πλαίσιο καταλαμβάνει εξέχουσα θέση. Αρκεί μόνο κάποιος να υπενθυμίσει ότι το φθινόπωρο του ’40 μόνο δύο χώρες βρίσκονται σε αναμέτρηση με τις δυνάμεις του Άξονα. Η Μεγάλη  Βρετανία και η Ελλάδα. Η  Κεντρική Ευρώπη είχε υποκύψει, Γαλλία και Ολλανδία είχαν συνθηκολογήσει. Η Σοβιετική Ένωση προετοιμαζόταν για τη ναζιστική επίθεση, παρά το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ,  και οι Ηνωμένες Πολιτείες κοίταζαν από μακριά.

Κάποιες στιγμές αναρωτιόμαστε μήπως στην υψηλή αποτίμηση του γεγονότος, μας επηρεάζει κάποιος «εθνικός μας ναρκισσισμός» ή κάποια επαρχιώτική-βαλκανική αμβλυωπία. Ασφαλέστερη η προσφυγή στη διεθνή βιβλιογραφία. Τα στοιχεία που μας έρχονται από έξω σαν «αντιδάνεια», αποκαθιστούν την 28η Οκτωβρίου σε ισοϋψές βάθρο.

Στις παραμονές του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, ίσως όλοι οι Έλληνες, πολιτική ηγεσία και απλοί άνθρωποι, επιθυμούσαν να μείνει η χώρα όσο το δυνατόν πιο μακριά από αυτόν τον τρομερό πόλεμο που είχε ξεκινήσει. Οι εικόνες από τις πόλεις που καίγονταν-η τότε μητρόπολη του κόσμου, το Λονδίνο, σωριαζόταν σε ερείπια το Σεπτέμβριο του 1940- οι εικόνες  απ’ τα πλοία που βυθίζονταν - οι πίσσες μάλιστα από τα τορπιλισμένα ιταλικά πλοία που χάνονταν στην προσπάθειά τους να φθάσουν στα Δωδακάνησα είχαν γεμίσει το καλοκαίρι του ’40 τις ελληνικές ακτές -  όλα αυτά τρόμαζαν όπως ήταν αναμενόμενο τους μικρούς σε μια σύγκρουση που τόσο μάτωνε τους μεγάλους.

Έχοντας δουλέψει σκληρά οι Έλληνες στο Μεσοπόλεμο για την ανασύνταξη της Ελλάδας, διακρίνονταν από ένα  βαθύ αίσθημα πατριωτισμού. Η αρνητική απάντηση στο τελεσίγραφο του Ιταλού πρέσβη ήταν αυτονόητη. Κανείς δεν έλειψε από το κάλεσμα για υπεράσπιση της πατρίδας μας. Μάλιστα, εξαιτίας του συστήματος επιστράτευσης, οι στρατιωτικές μονάδες ήσαν συγκροτημένες σε τοπική βάση: κάθε σύνταγμα προερχόταν από μια πρωτεύουσα νομού, γεγονός που σήμαινε ότι σε κάθε τάγμα, σε κάθε λόχο, σε κάθε διμοιρία τις περισσότερες φορές οι φαντάροι ήσαν συντοπίτες, γνωρίζονταν μεταξύ τους, αποτελούσαν ένα είδος αποσπάσματος της κοινωνίας από την οποία προέρχονταν. Ήταν δε, ένας πόλεμος στα μέτρα τους. Το ορεινό ανάγλυφο της Ηπείρου και της Αλβανίας, κατακερματισμένο και δυσπρόσιτο, δημιουργούσε πολυάριθμα μικρά πεδία σύγκρουσης, σχεδόν ανεξάρτητα και απομονωμένα το ένα από το άλλο. Οι κορυφές, οι χαράδρες, τα περάσματα ήσαν τα αντικείμενα διεκδίκησης ανάμεσα σε διμοιρίες, λόχους, διλοχίες, σπανιότερα τάγματα.

Η ιαχή «αέρα» χαλύβδωσε τις καρδιές των Ελλήνων αγωνιστών και πολλαπλασίασε τις βιολογικές τους αντοχές. Στον αντίλαλό της, οι ορδές του ιταλικού φασισμού κατατροπώθηκαν και η μία νίκη των Ελλήνων διαδεχόταν την άλλη.

Εκείνοι οι νέοι που έφυγαν για το μέτωπο φορώντας τα καλοκαιρινά παπούτσια τους και με το χαμόγελο στα χείλη, δίδαξαν ήθος, αξιοπρέπεια, αγωνιστικό φρόνημα. Και ποιος δεν αγωνίστηκε τότε, από το δικό του μετερίζι; Οι νέοι των χωριών, των πόλεων, οι άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων, οι γυναίκες του Ερυθρού Σταυρού, οι γυναίκες της Πίνδου, οι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου; Σύσσωμος ο ελληνικός λαός έδωσε δυναμικό παρόν στις δύσκολες εκείνες ημέρες.

Στις ψυχές των 7976 νεκρών-αξιωματικών και οπλιτών- που χάθηκαν στις πολεμικές επιχειρήσεις ή από τις καιρικές συνθήκες και που τα οστά των περισσοτέρων είναι διάσπαρτα στα βουνά της Αλβανίας, οφείλουμε ύψιστο σεβασμό.

Οι στρατιώτες μας έβαλαν στην ψυχή τους το Χριστό, την πίστη, την Παναγία, για να πολεμήσουν τη λαίλαπα του φασισμού.

Εμείς οι δάσκαλοι, διδάσκοντας την ιστορία μας, πρέπει να μιλήσουμε στα παιδιά μας με λόγο απλό και συγκροτημένο, κατανοητό και ευαίσθητο.

Έτσι θα νιώσουν το έπος του ’40, έτσι θα αφουγκραστούν το μήνυμα της γενιάς του ’40.

Το δικό μας «όχι» στους σύγχρονους καιρούς ειρήνης είναι απέναντι στην οποιαδήποτε προσπάθεια αποδόμησης της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας του έθνους μας απ’ όπου κι αν προέρχεται.

Είμαστε πολίτες της Ευρώπης, πολίτες του κόσμου, έχουμε ανοιχτά τα μάτια μας και τα αυτιά μας στο κοινωνικό γίγνεσθαι, μα πάνω απ’ όλα είμαστε Έλληνες με μνήμη, αίσθημα, πίστη χριστιανική και παράδοση σεβαστή.