Οι οδυνηρές συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής στην Υγεία
Η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του λαού με τα διαδοχικά αντιλαϊκά μέτρα όλων των Κυβερνήσεων, τα οποία η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει “απογειώσει”, είναι σε σχετική ή και απόλυτη επιδείνωση. Η αύξηση των ασθενών από τον κορονοϊό, την εποχική γρίπη σε συνδυασμό με τις τεράστιες ελλείψεις κυρίως σε προσωπικό, αλλά και στις υποδομές στις δημόσιες μονάδες υγείας, δημιουργεί βάσιμη ανησυχία επανάληψης του αποκλεισμού χιλιάδων ασθενών από το “σύστημα υγείας της μιας νόσου” και τον περαιτέρω πολλαπλασιασμό των ανικανοποίητων αναγκών.
Διευρύνεται η απόσταση ανάμεσα στις λαϊκές ανάγκες, στις δυνατότητες που υπάρχουν, και στο βαθμό ικανοποίησής τους από τις δημόσιες μονάδες υγείας. Η ικανοποίηση ακόμα και στοιχειωδών αναγκών στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, απαιτούν ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση των ασθενών τόσο στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα της υγείας, όσο και στο κατ’ όνομα δημόσιο σύστημα υγείας, το οποίο συνεχώς προσαρμόζει τη λειτουργία του με τα επιχειρηματικά κριτήρια και με την εμπορευματοποιημένη παροχή των εργασιών του είτε έμμεσα, πουλώντας στα ασφαλιστικά ταμεία, είτε άμεσα στους ασθενείς, με τις πληρωμές στα ιδιωτικά απογευματινά ιατρεία και διευρύνοντας την “αγορά” και στα χειρουργεία εντός και εκτός των δημόσιων μονάδων υγείας.
Το ΚΚΕ στηρίζει με όλες του τις δυνάμεις τις μαζικές και πολύμορφες κινητοποιήσεις των εργαζόμενων υγειονομικών, την ανάδειξη των σοβαρών προβλημάτων και τις διεκδικήσεις τους, μαζί με τους άλλους εργαζόμενους και τους φορείς του λαϊκού κινήματος για τη γενναία χρηματοδότηση από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, τη μαζική ενίσχυση των δημόσιων μονάδων υγείας κυρίως σε προσωπικό και εξοπλισμό.
Αυτό απαιτούν τα αποδεκατισμένα δημόσια Κέντρα Υγείας από βασικές ιατρικές ειδικότητες, από έλλειψη στοιχειώδους ιατρικού εξοπλισμού, από το ελλιπές σε αριθμό και γηρασμένο ιατρικό προσωπικό των δημόσιων νοσοκομείων, την έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, τον εξαναγκασμό σε περιπλάνηση ανά την Ελλάδα των ασθενών, ακόμα και του παιδικού πληθυσμού, γιατί στην περιοχή που ζουν είναι “φρακαρισμένα” τα νοσοκομεία λόγω των τεράστιων ελλείψεων σε ΜΕΘ ή σε χειρουργικά τραπέζια που δε λειτουργούν γιατί δεν υπάρχει προσωπικό. Αυτά δεν είναι απόρροια ανικανότητας και έλλειψης σχεδιασμού για την αντιμετώπισή τους. Αντίθετα είναι απόρροια της κυβερνητικής πολιτικής, που σχεδιάζει και υλοποιεί το λεγόμενο “νέο ΕΣΥ”, ακόμα πιο εμπορευματοποιημένο και ιδιωτικοποιημένο, με βελτιωμένους τους “οικονομικούς δείκτες” σύμφωνα με τα “προαπαιτούμενα” και τους αντιλαϊκούς δημοσιονομικούς στόχους και ταυτόχρονα με πορεία επιδείνωσης της λαϊκής υγείας.
Οι εξαγγελίες της Κυβέρνησης για μέτρα που θα βελτιώσουν την κατάσταση είναι κυριολεκτικά στον αέρα και καλλιεργούν ψεύτικες ελπίδες. Διότι όλα τα μέτρα έχουν ως προϋπόθεση να μην αντιστρατεύονται τα κριτήρια της καπιταλιστικής οικονομίας και ανάπτυξης, που βασική συνιστώσα είναι η όσο γίνεται συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης, επομένως και όλα όσα σχετίζονται με τις ανάγκες πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασής της. Γι’ αυτό, και ανεξάρτητα του τρόπου διαχείρισης αυτής της πολιτικής, ο στόχος είναι η ελαχιστοποίηση των δωρεάν παροχών στα λεγόμενα “βασικά πακέτα”, η μείωση των κρατικών δαπανών και η αύξηση της ατομικής ευθύνης πληρωμών για μεγαλύτερο μέρος των αναγκών. Αυτό είναι και το “θερμοκήπιο” μέσα στο οποίο ενισχύονται τα δημόσια νοσοκομεία ως επιχειρηματικές μονάδες του δημοσίου, αλλά και η ανάπτυξη των ιδιωτικών επιχειρήσεων στην υγεία σε επίπεδο “Ομίλων” που κερδοφορούν πάνω στις ανάγκες του πληθυσμού.
Η πολιτική της Κυβέρνησης που αναγορεύει το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα ως “ενιαίο χώρο” και ως λύση των ανεπαρκειών του δημόσιου τομέα, ουσιαστικά πρόκειται για θεσμική κατοχύρωση μιας κατάστασης που “ωρίμασε” όλα τα προηγούμενα χρόνια με τη συμβολή όλων των Κυβερνήσεων. Πριν οι ασθενείς έτρωγαν “πόρτα” στις δημόσιες μονάδες υγείας και κατέφευγαν στον ιδιωτικό, τώρα αυτό θα γίνεται με θεσμοθετημένο τρόπο μέσω των ΣΔΙΤ είτε εντός των δημόσιων μονάδων υγείας είτε με “αυτοτελή” τη λειτουργία τους. Για τους ασθενείς όμως αυτό θα έχει ακόμα πιο επώδυνες συνέπειες. Αύξηση των πληρωμών ή συνπληρωμών, αλλά και ακόμα μεγαλύτερη αναρχία στην ανάπτυξη του Συστήματος Υγείας αφού τόσο ο ιδιωτικός τομέας επενδύει εκεί που προσδοκά μεγαλύτερο κέρδος και όχι για να καλύψει τις λαϊκές κοινωνικές ανάγκες, όσο και ο δημόσιος αντίστοιχα, ο οποίος για να εξασφαλίσει αυξημένα έσοδα για να είναι “βιώσιμος” θα αναπτύσσει εκεί και όπου ικανοποιείται αυτή η ανάγκη. Ταυτόχρονα τα μειωμένα έξοδα θα εξασφαλίζονται με λιγότερο και φθηνότερο προσωπικό που ήδη αυτή τη στιγμή υπάρχει σε όλες τις δημόσιες μονάδες υγείας με τις παντός είδους ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Ορισμένα βασικά στοιχεία που δείχνουν διαχρονικά ορισμένους δείκτες στην υγεία αλλά και τα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2024 αποδεικνύουν ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από αυτήν την πολιτική. Κερδισμένο βγαίνει το Κεφάλαιο και χαμένος ο λαός και η υγεία του όπως αυτό προδιαγράφεται και από τα στοιχεία του νέου προϋπολογισμού.
Η χρηματοδότηση του Κρατικού Προϋπολογισμού συνολικά στο Υπουργείο Υγείας για το 2024 είναι 5,705 δις ευρώ ενώ το 2023 διαμορφώθηκε στα 5,455 δις ευρώ, ενώ αρχικά είχαν προϋπολογιστεί 4,776 εκ. ευρώ.
Η διαφορά μεταξύ 2024 και του διαμορφωμένου ποσού των δαπανών του 2023 είναι επιπλέον 250 εκ. ευρώ. Αυτή η κρατική χρηματοδότηση εγγυάται ότι η κατάσταση των δημόσιων μονάδων υγείας όχι μόνο δε θα μείνει σταθερή στα σημερινά απαράδεκτα επίπεδα, αλλά θα επιδεινωθεί περαιτέρω.
Δαπάνες υγείας.
Από τα πιο πρόσφατα στοιχεία που υπάρχουν (2021 – ΕΛΣΤΑΤ) είναι πολύ αποκαλυπτική η κατανομή της δαπάνης. Η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας ήταν 16,665 δις ευρώ.
Από το σύνολο της δαπάνης στην υγεία φαίνεται ότι το κράτος συμμετέχει με 30,4% ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες είναι 69,6% (Άμεσες 37,8% και έμμεσες (ΟΚΑ) 31,8%). Αυτή η κατανομή των δαπανών στην υγεία αντανακλά την πολιτική περιορισμού της κρατικής δαπάνης και την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους από το λαό.
Ένα μέρος της αυξημένης δαπάνης του λαού οφείλεται στις περιορισμένες και πίσω από τις σύγχρονες ανάγκες θεσμοθετημένες παροχές του κανονισμού του ΕΟΠΥΥ. Π.χ. διαγνωστικές εξετάσεις με “πλαφόν” ή που δεν αποζημιώνονται, σχεδόν μηδενική χρηματοδότηση για τη στοματική υγεία (98,5% ιδιωτικές πληρωμές) κλπ. Ένα άλλο – μεγάλο μέρος – οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμα και οι θεσμοθετημένες παροχές του ΕΟΠΥΥ δε μπορούν να ικανοποιηθούν από τις δημόσιες μονάδες υγείας και εξαναγκάζουν μεγάλο μέρος των ασθενών να καταφεύγουν στους επιχειρηματίες της υγείας πληρώνοντας επιπλέον ποσά.
Για τις προσλήψεις προσωπικού.
Με τα δεδομένα της χρόνιας υποστελέχωσης η Κυβέρνηση αναφέρεται σε 6.500 προσλήψεις, οι οποίες αν και εφόσον γίνουν το “ισοζύγιο” είναι επιπλέον 408 άτομα. Αυτά δεν αρκούν ούτε για τη λειτουργία των 55 κλειστών χειρουργικών τραπεζιών στην Αττική και την αναγκαία στελέχωση των ΜΕΘ για να λειτουργούν με όρους ασφάλειας και πολύ περισσότερο βέβαια τις χιλιάδες ελλείψεις που υπάρχουν για τις στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού.
Επομένως η κατάσταση θα επιδεινωθεί και θα συνεχιστεί η πολιτική της “κινητικότητας” των υγειονομικών, η αξιοποίηση των ιδιωτών γιατρών, η παράταση του εργάσιμου βίου και η αξιοποίηση συνταξιούχων, οι διπλοβάρδιες των νοσηλευτών, η υπερεφημέρευση των γιατρών κλπ., με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για την ποιότητα και την ασφάλεια των υπηρεσιών προς τους ασθενείς, αλλά και των όρων δουλειάς των υγειονομικών.
Για τη φαρμακευτική περίθαλψη.
Οι ασθενείς κάθε χρόνο έχουν όλο και μεγαλύτερη επιβάρυνση από την συμμετοχή στην φαρμακευτική περίθαλψη. Έτσι το 2021 η συμμετοχή τους έφθασε στο 1,608 δις ευρώ.
Από τα παραπάνω ποσά μόνο το 23,8% αντιστοιχούν στη θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη. Το 76,2% είναι δαπάνη λόγω της διαφοράς μεταξύ “ασφαλιστικής τιμής” και λιανικής τιμής των φαρμάκων που κατά κύριο λόγο την πληρώνουν οι ασθενείς, των ΜΗΣΥΦΑ και των φαρμάκων της αρνητικής λίστας που δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ.
Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης της ΝΔ για την Υγεία, ότι είναι “Δυο προτεραιότητες που πρέπει να τρέχουν παράλληλα: Η υγεία ως κοινωνικό αγαθό, προσβάσιμο από όλους και από την άλλη πλευρά η υγεία ως επιχειρηματικότητα” αποτελεί – ίσως με ελάχιστες φραστικές διαφοροποιήσεις – κοινό στόχο και από τα άλλα κόμματα που υπηρετούν την ανάπτυξη με ατμομηχανή τους επιχειρηματικούς ομίλους, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Οι προτεραιότητες αυτές στον καπιταλισμό “τρέχουν” ταυτόχρονα αλλά όχι παράλληλα. Για την ακρίβεια πάνε αντίθετα αφού στη μία λωρίδα βρίσκεται “η υγεία ως κοινωνικό αγαθό” και στο αντίθετο ρεύμα “η υγεία ως επιχειρηματικότητα”.
Οι εξελίξεις στον τομέα της υγείας επιβεβαιώνουν ότι δύο δρόμους ανάπτυξης έχει μπροστά του ο λαός. Το δρόμο που θα έχει ως κριτήριο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών ή το σημερινό που αντιμετωπίζει την υγεία ως εμπόρευμα και έχει οδηγήσει στην σημερινή επικίνδυνη κατάσταση. Από την έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης θα κριθεί και η κατάκτηση του συστήματος υγείας που θα υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες.
Το ΚΚΕ τονίζει τη σημασία του αγώνα ώστε οι εργαζόμενοι να αντιστοιχήσουν τις διεκδικήσεις τους με τις σύγχρονες ανάγκες τους. Να δυναμώσει η λαϊκή συσπείρωση και πάλη που θα διαμορφώνει τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους για έναν άλλον δρόμο ανάπτυξης της παραγωγής και της οικονομίας, με εργατική – λαϊκή εξουσία, που στο επίκεντρο θα είναι η καθολική και απολύτως δωρεάν ικανοποίηση των διευρυμένων λαϊκών αναγκών στην πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας. Για αυτό απαιτείται ενιαίο, σύγχρονο, αποκλειστικά κρατικό και δωρεάν σύστημα υγείας, πανελλαδικά αναπτυγμένο με κεντρικό σχεδιασμό, πλήρως και επαρκώς χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό με κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Απαιτείται ανάπτυξη κρατικού φορέα έρευνας, παραγωγής, εισαγωγής και δωρεάν διάθεσης φαρμάκων και εμβολίων από τις κρατικές μονάδες υγείας, τα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας, το δίκτυο των κρατικών φαρμακείων και κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στο χώρο του φαρμάκου. Με την όσο είναι δυνατόν αυτοτέλεια στην παραγωγή όλων όσων απαιτούνται, σε ιατρικά μηχανήματα, φάρμακα, εμβόλια, υγειονομικό υλικό κλπ., αξιοποιώντας τη δυνατότητα όλων των αναγκαίων για την εξασφάλισή τους. Μόνο με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί η υγεία να αποτελέσει ένα κατοχυρωμένο και διασφαλισμένο από το λαϊκό κράτος καθολικό και δωρεάν λαϊκό δικαίωμα.
Σε αυτή την κατεύθυνση το ΚΚΕ διεκδικεί:
- Πλήρη και επαρκή κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων νοσοκομείων, των Κ.Υ. και των άλλων μονάδων υγείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, με φορολόγηση του κεφαλαίου.
- Μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης όλων των κλάδων και ειδικοτήτων σε όλες τις δημόσιες μονάδες υγείας. Ανοιχτή προκήρυξη προσλήψεων με αποκλειστικό κριτήριο τα τυπικά προσόντα.
- Μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών και νοσηλευτών, των εργαζόμενων με μπλοκάκια, των συμβασιούχων και των εργαζομένων των ιδιωτικών συνεργείων. Κατάργηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας και κάθε μορφής ελαστικών μορφών εργασίας.
- Ουσιαστικές αυξήσεις των μισθών, κατάργηση όλων των νόμων περικοπής των αποδοχών, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού. Εξασφάλιση από το κράτος των πρόσθετων απαιτήσεων της κατοικίας ιδιαίτερα στην Περιφέρεια.
- Ένταξη του συνόλου των υγειονομικών στα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα
- Αύξηση του αριθμού εισαγωγής στις σχολές Νοσηλευτικής και Ιατρικής για να εξασφαλιστεί μεσοπρόθεσμα η αυξημένη ανάγκη στελέχωσης των δημόσιων μονάδων υγείας και ιδιαίτερα της ΠΦΥ με ανάλογο σχεδιασμό στην κατανομή των ειδικοτήτων.
- Συγκρότηση κρατικού Σώματος γιατρών Εργασίας και τεχνικών Ασφαλείας, πλήρως στελεχωμένου με το ανάλογο επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό (γιατροί και μηχανικοί Εργασίας, νοσηλευτές, επισκέπτες Υγείας, επιθεωρητές κλπ.), που θα λειτουργεί στο Κέντρο Υγείας κάθε περιοχής. Κατάργηση των Εξωτερικών Υπηρεσιών Προστασίας Πρόληψης (ΕΞΥΠΠ) του επαγγελματικού κινδύνου. Προσανατολισμός στην πρόληψη και αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου.
- Ανάπτυξη δημόσιων ΚΥ και περιφερειακών ιατρείων με σύγχρονο εξοπλισμό και επαρκή στελέχωση σε αριθμό όλων των ειδικοτήτων προκειμένου να καλύπτονται πλήρως οι λαϊκές ανάγκες για όλες τις υπηρεσίες ΠΦΥ, όλο το 24ωρο, όλες τις μέρες του χρόνου.
- Να αναπτυχθεί δημόσιο νοσοκομείο στην Ανατολική Αττική και Παιδιατρικό νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη. Να επαναλειτουργήσουν όλα τα δημόσια νοσοκομεία που έκλεισαν ή καταργήθηκαν κλινικές και τμήματα μέσω των συγχωνεύσεων. Ανάπτυξη δημόσιων κέντρων αποκατάστασης με πλήρη στελέχωση και επαρκή, σύγχρονο εξοπλισμό.
- Ανάπτυξη πανελλαδικά δημόσιου συστήματος επείγουσας ιατρικής (EKAB) με επαρκή στελέχωση, τεχνικό εξοπλισμό και μέσα μεταφοράς.
- Ανάπτυξη τμημάτων με διεπιστημονικές ομάδες για την παρακολούθηση των ασθενών που νόσησαν από τον κορονοϊό. Πλήρης και δωρεάν εξασφάλιση των αναγκαίων υπηρεσιών αποκατάστασης.
- Καμία εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ – Εργολάβοι) στις ιατρικές, νοσηλευτικές, εργαστηριακές και υποστηρικτικές υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων.
- Να ενταχθούν όλες οι ιατρικές, διαγνωστικές, εργαστηριακές, προληπτικές εξετάσεις, όλα τα φάρμακα και εμβόλια στο καθεστώς της πλήρους αποζημίωσης από το κράτος ή μέσω των ασφαλιστικών ταμείων με τη χρηματοδότησή τους από τον κρατικό προϋπολογισμό και φορολόγηση του Κεφαλαίου.
- Όλες οι εργασίες στην υγεία για τις οποίες οι ασθενείς εξαναγκάζονται να απευθύνονται στον ιδιωτικό τομέα να αποζημιώνονται 100% με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
- Πλήρης και δωρεάν παροχή των εργασιών για την πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση της στοματικής υγείας με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό.
- Δωρεάν διάθεση στα συμπληρώματα διατροφής, το υγειονομικό και αναλώσιμο υλικό στους χρόνιους πάσχοντες και στα ΑμΕΑ.
- Δημιουργία δημόσιων ξενώνων για τη δωρεάν φιλοξενία (στέγαση, σίτιση) και δωρεάν μετακίνηση των συνοδών των ασθενών που νοσηλεύονται ή κάνουν θεραπείες εκτός του τόπου κατοικίας τους.
- Πλήρεις υπηρεσίες πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης στους μετανάστες αποκλειστικά από τις δημόσιες μονάδες υγείας.
ΕΠΕΡΩΤΑΤΑΙ η Κυβέρνηση για την πολιτική της στον χώρο της Υγείας.
Οι Βουλευτές
Κουτσούμπας Δημήτρης
Αμπατιέλος Νίκος
Γκιόκας Γιάννης
Δάγκα Βιβή
Δελής Γιάννης
Διγενή Σεμίνα
Έξαρχος Νίκος
Κανέλλη Λιάνα
Καραθανασόπουλος Νίκος
Κατσώτης Χρήστος
Κομνηνάκα Μαρία
Κτενά Αφροδίτη
Λαμπρούλης Γιώργος
Μανωλάκου Διαμάντω
Μαρίνος Γιώργος
Μεταξάς Βασίλης
Παπαναστάσης Νίκος
Παφίλης Θανάσης
Στολτίδης Λεωνίδας
Συντυχάκης Μανώλης
Τσοκάνης Αλέξης