Στη μοίρα αυτού του τόπου μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά
"Το γνώριζα, δεν μου το δίδαξε η πυρκαγιά: γλιτώσαμε επειδή κάποιοι άνθρωποι έτρεξαν να βοηθήσουν, η αλληλεγγύη έπαιξε καθοριστικό ρόλο εδώ"
Ο κάτοικος Βελεστίνου και αναγνωρισμένος συγγραφέας, Δημήτρης Καρακίτσος περιγράφει τις δραματικές στιγμές που έζησε λίγο μετά το ξέσπασμα τις φωτιάς την 26η Ιουλίου καθώς το σπίτι του βρίσκεται πάνω από τον οικισμό 304 ΠΕΒ, με το μέτωπο να κινείται ταχύτατα εκεί, έπειτα από την αρχική εστία που εντοπίστηκε στο δρόμο για το Αερινό.
Το σπίτι μας πρέπει να ήταν ένα από τα πρώτα από τα οποία πέρασε η λαίλαπα στο Βελεστίνο – ενδεχομένως το πρώτο, αν και δεν έχει καμία σημασία αυτό. Αναγκαστήκαμε να το εγκαταλείψουμε πιστεύοντας ότι η αποψίλωση θα κάνει τη δουλειά της – και πράγματι, από το μεγαλύτερο κομμάτι του οικοπέδου η φωτιά δεν βρήκε κάτι να κάψει και συνέχισε την πορεία της προς άλλα σημεία – το σπίτι βέβαια είχε αφεθεί στην τύχη του προ πολλού.
Η αίσθηση μου από την αρχή ήταν ότι η Πυροσβεστική δεν ήξερε πώς να κινηθεί στην περιοχή, το ίδιο άκουσα και από κατοίκους του οικισμού του Ρήγα Φεραίου. Όταν, ύστερα από κάμποσες αποτυχημένες απόπειρες, κατάφερα να πλησιάσω, με τρόμο για το τι θα αντικρίσω, βρήκα το σπίτι άθικτο και άρχισα να κλαίω από τη συγκίνηση – κι όμως η περιπέτεια μόλις είχε αρχίσει.
Τα ξερά αγριόχορτα από το γειτονικό κτήμα είχαν μεταδώσει τη φωτιά στα δοκάρια της αποθήκης μας – δυστυχώς το νερό είχε κοπεί σχεδόν από την πρώτη στιγμή κι εγώ τώρα ήμουν μόνος παλεύοντας με δυο μπουκάλια, κι αυτά μισοάδεια, γύρω από τη δεξαμενή του πετρελαίου. Από την οποία η φωτιά απείχε πλέον λίγα μέτρα, ενώ μια μικρή εστία γύρω από τον σωλήνα ήταν έτοιμη να λειτουργήσει ως πυροκροτητής. Η θερμοκρασία ήταν αρκετά υψηλή και η φωτιά πλησιάζε κι άλλο, η έκρηξη πλέον ήταν θέμα χρόνου. Μπήκα στο σπίτι να προφυλαχθώ, ακούστηκε ένας υπόκωφος θόρυβος και κάτι σαν κατολίσθηση: είχε καταρρεύσει η σκεπή της αποθήκης. Κι ό,τι είχε απομείνει, είχε παραδοθεί στις φλόγες, οι οποίες είχαν αρχίσει να τρέφονται με τη σκεπή του σπιτιού.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πλέον. Μόνο να παρακολουθώ την καταστροφή – άλλωστε κανένα τηλέφωνο δεν απαντούσε. Η περιοχή γύρω γυμνή και καμμένη. Και τότε, βλέπω ένα όχημα της Πυροσβεστικής να περνάει από τον δρόμο, δεν ξέρω πού πήγαινε, το σίγουρο είναι ότι δεν ερχόταν στο σπίτι μας – ευτυχώς όμως οι πυροσβέστες άκουσαν τις φωνές μου. Και έκαναν αμέσως μεταβολή.
Το σπίτι σώθηκε, αν και με πάρα πολλές ζημιές. Δεν θα ξεχάσω τον αστυνόμο που, λίγο πριν την εκκένωση, κι ενώ οι φλόγες ήταν έτοιμες να μας περικυκλώσουν, έτρεξε με έναν πυροσβεστήρα να σβήσει την ξερή ελιά από το γειτονικό κτήμα για να μην πιάσει φωτιά το στέγαστρο της βεράντας. Δεν θα ξεχάσω τους πυροσβέστες της μονάδας Βόλου, που χάρη σε αυτούς αποφύγαμε τα χειρότερα.
Η περιοχή έχει καεί και η μυρωδιά είναι αβάσταχτη. Και μέσα σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να ζήσουμε με τις κορούλες μας.
Το ερώτημα είναι: μπορούσε να αποφευχθεί όλο αυτό;
Όχι, η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Ο τόπος έχει πάρα πολλά προβλήματα, και κυρίως μαστίζεται από την αδιαφορία. Κι όσοι καλούνται να παλέψουν, παλεύουν χωρίς σχέδιο, χωρίς πόρους, χωρίς βοήθεια – με μόνο εφόδιο το φιλότιμό τους.
Το γνώριζα, δεν μου το δίδαξε η πυρκαγιά: γλιτώσαμε επειδή κάποιοι άνθρωποι έτρεξαν να βοηθήσουν, η αλληλεγγύη έπαιξε καθοριστικό ρόλο εδώ. Αλλά είναι στη μοίρα αυτού του τόπου μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά.