Ηθη και έθιμα του Δωδεκαημέρου στο Βελεστίνο
Η εκκλησιαστική μας παράδοση σημαδεύεται από μια ιδιαίτερη κατανυκτική περίοδο νηστείας και μετάνοιας, που ξεκινά από τις 14 Νοεμβρίου και ολοκληρώνεται με τη γέννηση του Θεανθρώπου. Σ’ αυτό το διάστημα τελείται καθημερινά θεία λειτουργία, το γνωστό σαρανταλείτουργο υπέρ υγείας των ζώντων και ανάπαυσης των ψυχών των θανόντων.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι και την ημέρα των Φώτων, το γνωστό Δωδεκαήμερο, πολλά είναι τα έθιμα που αναβιώνουν στην περιοχή μας, τα οποία είναι αφιερωμένα στο μεγάλο γεγονός της γέννησης του Θεανθρώπου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Η άντληση των εθίμων αυτών και η πηγή τους, είναι γεγονότα και δρώμενα που κορμός τους είναι η Ορθοδοξία μας.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων, τις πολύ πρωινές ώρες, ομάδες από μικρά παιδιά ξεκινούν να πουν τα κάλαντα και να προϋπαντήσουν τον μικρό νεογέννητο Χριστό. Εκτός από το συνηθισμένο τραγούδι «Καλήν ημέρα άρχοντες», λένε και:
"Χριστούγεννα, πρωτούγενα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
γεννιέται και ανατρέφεται με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες,
και το μελισσοβότανο που πίνουν οι κυράδες".
Υπάρχει και ένα άλλο τραγούδι στη βλάχικη διάλεκτο, των βλάχων Περιβολιωτών που κατοικούν στο Βελεστίνο:
"Κόλιντρι, μέλιντρι, σάβαλα, κοντίλαλα,
ντε ‘νι τέτε ουν κουλάκου κ’ σιαφλέ Χριστόλου
κου μπόιλι του π’χνίι
ντε ‘νι μάιε ουν κουλάκου σ’ τσ μπ’ νιάτζ’ι πάπλου
φουμιάλια κου νιπόζλιοι
ντε ‘νι τέτε ουν κουλάκου κ’ βα σφρίγκου ούσια
κ’ βα σφούρ κ’ τούσια".
Εκτός από τη μεγάλη ποικιλία των γλυκισμάτων που φτιάχνουν (μελομακάρονα, κουραμπιέδες κ.λπ.) ζυμώνουν με προζύμι και με μεγάλη κατάνυξη μια μεγάλη κουλούρα, Χριστόψωμο, το οποίο κόβουν και τρώνε στο γιορτινό τραπέζι. Μαζί μ’ αυτό ζυμώνουν μικρά ψωμάκια, τα λεγόμενα κόληντρα ή κουλουκούσια για να τα δώσουν στην πορεία στους μικρούς που τραγουδάνε σαν φιλοδώρημα.
Οι οικογένειες των κτηνοτρόφων την παραμονή προσφέρουν σε συγγενικά τους σπίτια γάλα από ζώα τους και επίσης το φαγητό της ημέρας αυτής είναι η παραδοσιακή και χορταστική πρασσόπιτα, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο κατά την παράδοση εύχονται να είναι πλούσια σε παραγωγή γάλακτος τα πρόβατά τους. Στο τζάκι που καίει από νωρίς ρίχνουν μεγάλα κούτσουρα που έχουν σημαδέψει νωρίτερα, για να ζεστάνουν μ’ αυτό τον τρόπο τον Χριστό μας.
Στη φωτιά από το βράδυ μέχρι τις πρωινές ώρες βράζει ο παραδοσιακός πατσάς που περιέχει πόδια μόσχου, κεφάλι και άλλα εντόσθια. Πρωί-πρωί πηγαίνουν στην εκκλησία, αφού ανταλλάξουν ευχές. Συγκεντρώνονται στο σπίτι, όπου ζουν οι γονείς των παιδιών της οικογένειας ή στο σπίτι του μεγαλύτερου αδελφού να φάνε και να χαρούν όλοι μαζί. Είναι μια μέρα αγάπης και οικογενειακής θαλπωρής.
Τη δεύτερη μέρα εκκλησιάζονται στην Ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, της γλυκιάς Παναγίας, για να τιμήσουν τα αγαπημένα πρόσωπα που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας, λόγω του ότι είναι κοντά το κοιμητήριο.
Από την επόμενη αρχίζουν οι προετοιμασίες για την πρωτοχρονιά. Φτιάχνουν τον παραδοσιακό μπακλαβά και την παραμονή συγκεντρώνονται σ’ ένα συγγενικό σπίτι όλοι μαζί. Αφού φάνε έχουν ετοιμάσει και τη βασιλόπιτα που είναι από μπλουγούρι (μπλουγουρόπιτα). Τα σημάδια είναι, εκτός του Χριστού και των Αγίων, το σπίτι, το χωράφι, τα ζώα και τα αγαθά που παράγουν. Στο τζάκι και πάλι ένα μεγάλο κούτσουρο, γιατί αυτό το βράδυ, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, γεννάει η αρκούδα "φ’ ιάτι ούρσα".
Τους ανύπαντρους νέους και νέες, η αλλαγή του χρόνου τους βρίσκει στην υπέρεια κρήνη το κεφαλόβρυσο που έχει πλέον στερέψει. Εκεί πηγαίνουν να κλέψουν, όπως λένε, το αμίλητο νερό. Μέσα στο σκοτάδι, μεσάνυχτα ακούγονταν έντονα ο ήχος από τα γκιούμια που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πάρει πρώτος κάποιος ανύπαντρος νερό για να είναι τυχερός και να παντρευτεί τη νέα χρονιά. Την ημέρα της πρωτοχρονιάς εκκλησιάζονται και ανταλλάσουν ευχές για κάθε ευτυχία.
Αρχίζουν πλέον οι προετοιμασίες για τα Θεοφάνεια ή Φώτα.
Τα παιδιά με το σουρούπωμα χτυπούν τα μεγάλα κουδούνια που έχουν προμηθευτεί από τους βλάχους Περιβολιώτες του Βελεστίνου ανάμεσα στις γειτονιές και τους δρόμους μέχρι την παραμονή.
Χαράματα της παραμονής, μεγάλες ομάδες, τα μπουλούκια, γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι να πουν τα κάλαντα των Φώτων, μεταμφιεσμένοι σε διάφορες αναπαραστάσεις.
Το κάθε μπουλούκι αποτελείται από ζευγάρι των νεόνυμφων, που στην περίπτωσή μας είναι και οι δύο άντρες και είναι το τελευταίο ζευγάρι και πρόσφατο της περιοχής, από τον γεννήτσαρο, που είναι μισός Ελληνας, μισός Τούρκος, τον παπά που είναι επίσης εικονικός, τον γιατρό, τον αρκουδιάρη με την αρκούδα, τον αράπη ο οποίος φοράει μια μαύρη μάλλινη κάπα, στο πρόσωπο ένα μαντίλι και στη μέση κρεμάει μια μεγάλη κουδούνα, τους σαλούς, που καλύπτουν τα πρόσωπά τους με μάσκες από δέρματα ζώων, στις πλάτες διάφορες παραστάσεις που κατασκευάζουν και κόβουν από χαρτιά, στη μέση τους δε κρεμούν μεγάλα κυπριά. Ο τελευταίος της παρέας είναι ο διακονιάρης ή ο ζήτουλας με το γαϊδουράκι που φορτώνει πάνω του διάφορα φιλοδωρήματα και εδέσματα που τους δίνουν. Όλοι μαζί αυτοί πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και λένε ένα γενικό τραγούδι.
"Σ’ αφεντικό ξεβγίκαμε σ’ αφεντικό να πάμε
να πάμε να τιμήσουμε τον βάρβαρο αφέντη
να τον τιμήσει ο βασιλιάς και να τον στεφανώσει
να βάλει στέφανα χρυσά χρυσά μαλαματένια".
Δύο είναι οι εκδοχές του εθίμου:
Η μία μας αναφέρει πως το 12ημερο, σύμφωνα με την παράδοση, κυκλοφορούν τα κακά πνεύματα, οι καλικάντζαροι και με τον ήχο των μεγάλων κουδουνιών προσπαθούν να τα διώξουν. Η δεύτερη και κύρια εκδοχή μας δείχνει τους υπόδουλους Έλληνες να μην μπορούν να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους και να κάνουν αυτές τις μεταμφιέσεις, φτιάχνοντας τα πρόσωπά τους αστεία για να μη δώσουν στόχο στους Τούρκους, ώστε να μπορέσουν να συναντώνται μεταξύ τους και να συζητούν για την επανάσταση και τον ξεσηκωμό. Πηγαίνουν λοιπόν από νοικοκύρη σε νοικοκύρη, από αφέντη σε αφέντη, μέχρι να φτάσουν στον βάρβαρο και μεγάλο αφέντη που είναι πασάς που έδρευε σε κάθε περιοχή.
Ανάλογα με την περίπτωση και περίσταση έχουν και τα επιμέρους τραγούδια:
Στο σπίτι του κτηνοτρόφου λένε:
"Τίνος, είναι τούτο το μαντρί
το μαρμαροστραμένο
εδώ βελάζουν πρόβατα εδώ βελάζουν γίδια,
εδώ βελάζουν και αρνιά μαζί με τα κατσίκια".
Τα κεράσματα είναι γάλα, τυρί, αρνιά. Στο σπίτι του αγρότη λένε:
"Τα μαύρα βόδια στο ζυγό
τα τρίγωνα στ’ αλέτρι, ο ζευγολάτης στάθηκε
και σειλογάει τα βόδια, σαν το μελίσσι
μπαίνουνε σαν το μελίσσι βράζουν
τραβάτε βόδια το ζυγό τ’ αλέτρι τ’ ασημένιο
να γίνει ο όργος πιο βαθύς
αφράτο το χωράφι".
Τα κεράσματα σιτάρι, καρύδια, μήλα κ.λπ.
Στο σπίτι της ανύπαντρης της κόρης λένε:
"Εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη ν’ αρραβωνιάσει
την τάζουν γιο του βασιλιά,
την τάζουν γιο του Ρήγα,
δεν θέλω γιο του βασιλιά,
δεν θέλω γιο του Ρήγα,
θέλω τ’ αρχοντόπουλο που περπατεί καβάλα,
καβάλα πάει στην εκκλησιά,
καβάλα προσκυνάει,
καβάλα παίρνει αντίδωρο,
απ’ του παπά το χέρι".
Στο σπίτι του ανύπαντρου νέου λένε:
"Ξεκίνησε κι’ ο νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει,
νύχτα σελώνει τα’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
βάζει τα πέταλα χρυσά – χρυσά μαλαματένια,
στον δρόμο που επήγαινε, στον δρόμο που πηγαίνει,
ρωτάει εδώ, ρωτάει εκεί,
που νάβρει τέτοια κόρη,
ψιλή λιγνή σαν το βεργί,
χοντρή σαν το καλάμι".
Στο σπίτι της μικρής κοπέλας λένε:
"Φραγκίτσα εδώ,
φραγκίτσα εκεί,
φραγκίστα πάει στη βρύση,
με το γιουρντάνι στο λαιμό
και τη λιανή τη μέση".
Στο σπίτι του μικρού αγοριού λένε:
"Ενας μικρός μικρούτσικος, μικρός και χαϊδεμένος,
μικρό τον έχει η μάνα του, μικρό και ο μπαμπάς του,
τον έλουζαν, τον χτένιζαν και στο σχολειό τον στέλνει,
παιδίμ να μάθεις γράμματα, παιδίμ να μάθεις γνώση,
τα γράμματα είναι στο χαρτί κι’ ο νούσου παραπέρα,
κι’ ο δάσκαλος τον έδερνε με μια ψιλή βεργούλα".
Στο σπίτι του καλού νοικοκύρη λένε:
"Σ’ αυτό το σπίτι π’ ούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει".
Στο σπίτι του κακού νοικοκύρη λένε:
"Αυτό το σπίτι το ψηλό γεμάτο καλιακούδια,
άλλα κλωσούν, άλλα γεννάν
και άλλα βγάζουν τα μάτια
και τ’ άλλα τα μικρότερα
σου χέζουν τα μουστάκια".
Τα χρήματα που τυχόν μαζεύουν τα μπουλούκια τα διαθέτουν για φιλανθρωπικό σκοπό ή για ανέγερση και επισκευή ναών και προσκυνημάτων.
Με ευλάβεια περιμένουν οι πιστοί ενορίτες τον εφημέριο, ο οποίος πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας στο χέρι του τον τίμιο σταυρό με τον βασιλικό και τον διαβασμένο από τα χαράματα αγιασμό για να ευλογήσει και να φωτίσει τα σπίτια και τους πιστούς.
Ανήμερα τα Φώτα μετά τη Θεία Λειτουργία η πομπή με τον τίμιο σταυρό κατευθύνεται προς το κεφαλόβρυσο για τον καθαγιασμό των υδάτων.
Τον σταυρό ανασύρουν από την πηγή νέα παιδιά που βρίσκονται κοντά στην εξέδρα. Το σταυρό τοποθετούν σ’ ένα δίσκο και πηγαίνουν με τη σειρά σ’ όλα τα σπίτια του Βελεστίνου να καθαγιαστούν.
Οι νοικοκυρές κατεβάζουν τις εικόνες με μεγάλη ευλάβεια από τα εικονοστάσια και οδεύουν προς το κεφαλόβρυσο να τις ράνουν με τα αγιασμένα νερά της πηγής.
Οι εκδηλώσεις ολοκληρώνονται με τη μεγάλη γιορτή στη μνήμη του Αγίου Ιωάννη και Βαπτιστή Προδρόμου.